-
1 ιοτης
1) воля, желаниеθεῶν ἰότητι Hom. — по воле богов;
κακῆς ἰότητι γυναικός Hom. — по прихоти злой женщины;μέ δι΄ ἐμέν ἰότητα Hom. — не по моему желанию2) основание, причинаἰότᾱτι (дор. = ἰότητι) γάμων Aesch. — вследствие брака
См. также в других словарях:
ιότης — ἰότης, ἡ (Α) 1. θέληση, επιθυμία («θεῶν ἰότητι» με τη θέληση τών θεών, Ομ. Οδ.) 2. για χάρη κάποιου, ένεκα («ἰότητι γάμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *isto (μετοχικός τ., πρβλ. αρχ. ινδ. ista «ποθητός»), οπότε η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek