-
21 ἄνεμος
-ου + ὁ N 2 4-2-22-28-11=67 Ex 10,13(bis).19; 14,21; 2 Sm 22,11wind Ex 10,13; cardinal point, quarter 1 Chr 9,24εἰς ἄνεμον to the wind, i.e. vainly, in vain Eccl 5,15*Jer 18,14 ἀνέμῳ (east)wind-קדים? for MT קרים coldCf. MORENZ 1964, 255-256; →NIDNTT -
22 άνεμος
[анэмос] ουσ α ветер. -
23 άνεμος
vent -
24 άνεμος
wiatr (m) rzecz. -
25 άνεμος
vítr -
26 άνεμος
windΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άνεμος
-
27 ληθ-άνεμος
ληθ-άνεμος, s. λαϑ-άνεμος.
-
28 παυσ-άνεμος
παυσ-άνεμος, den Wind stillend oder beruhigend, ϑυσία, Aesch. Ag. 222.
-
29 ποδ-άνεμος
ποδ-άνεμος, dor. statt ποδήνεμος, w. m. s. S. auch nom. pr.
-
30 κατ-άνεμος
κατ-άνεμος, = κατήνεμος, Poll. 1, 101.
-
31 εὐ-άνεμος
-
32 δυς-άνεμος
δυς-άνεμος, dor. = δυςήνεμος, Soph. Ant. 587.
-
33 λᾱθ-άνεμος
λᾱθ-άνεμος, den Wind vergessend, ὥρα, windstill, Simon. bei Arist. H. A. 5, 8.
-
34 ἀλεξ-άνεμος
ἀλεξ-άνεμος, Wind abwehrend, χλαῖνα Od. 14, 529 ( ἅπαξ εἰρημ.); – Beiname des Empedocles, s. Sturz.
-
35 ἐπ-άνεμος
-
36 ἰσ-άνεμος
ἰσ-άνεμος, windgleich, schnell wie der Wind, Achilles, Eur. I. A. 207.
-
37 wiatr
άνεμος -
38 ветер
ветерм ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον. -
39 Баллы Бофорта
Βαθμίδες μποφόρ (Bcaufort)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > Баллы Бофорта
-
40 ветер
ветер м ο άνεμος, ο αέρας встречный \ветер о αντίθετος άνεμος попутный \ветер о ούρι ος (или ευνοϊκός) άνεμος сегодня \ветер σήμερα κάνει αέρα* * *мο άνεμος, ο αέραςвстре́чный ве́тер — ο αντίθετος άνεμος
попу́тный ве́тер — ο ούριος ( или ευνοϊκός) άνεμος
сего́дня ве́тер — σήμερα κάνει αέρα
См. также в других словарях:
ἄνεμος — wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
άνεμος — ο 1. ρεύμα αέρα που δημιουργείται από διάφορες ατμοσφαιρικές μεταβολές: Σ όλο το ταξίδι μας είχαμε τον άνεμο αντίθετο. 2. άσκοπη ασχολία, χωρίς αποτέλεσμα: Κάνει δουλειές τ ανέμου. 3. αντί της λέξης «διάβολος»: Άσ τον να πάει στον άνεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… … Dictionary of Greek
Πόθεν ὁ ἄνεμος πνεῖ. — См. Куда ветер подует … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… … Dictionary of Greek
σιμούν — Άνεμος που πνέει στις ερήμους, κυρίως στη Σαχάρα, την Αίγυπτο, την Αραβία και τη Μεσοποταμία. Πρόκειται για θερμό και ξηρό άνεμο, στο πέρασμα του οποίου δημιουργούνται συχνά αμμοστρόβιλοι. Οι ιθαγενείς της Αφρικής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν… … Dictionary of Greek
ἀνέμω — ἄνεμος wind masc nom/voc/acc dual ἄνεμος wind masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱νέμω , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥνεμος — ἄνεμος , ἄνεμος wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέμοιν — ἄνεμος wind masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέμοιο — ἄνεμος wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)