-
1 αποστρεφω
1) отводить в сторону, отворачивать(τέν ὄψιν Plut.)
λόγοι ἀπεστραμμένοι Her. — презрительные речи2) поворачивать, направлять(τέν διάνοιαν πρός τι Plut.)
3) поворачивать обратно(νῆας Hom.; ἄρματα εἰς φυγήν Xen.; τὰς τριήρεις Plut.)
4) делать поворот(ἀποστρέψας ῥέει τὸ μέσον, sc. ὅ ποταμός Her.; τἀναντία ἀποστρέψαι Xen.)
5) возвращаться(ὀπίσω Her.; πάλιν Soph.; ἀποστρέψαντες ἀγγέλλουσι Thuc.)
6) сворачиватьαἱ νῆες ἀπεστράφατο τοὺς ἐμβόλους Her. — у кораблей были сбиты носовые части;
7) отсылать обратно, возвращать(τινά Thuc.)
8) отзывать обратно(τινὰ ἐξ ἰσθμοῦ Xen.)
9) обращать в бегство(Ἀχαιούς Hom.; ἀποστραφέντες φεύγουσιν Polyb.)
10) (пред)отвращать, отклонять, отводить(πῆμα νόσου Aesch.; ἀντιδικῶν δίκην Arph.)
ἀποστραφῆναί τινος Xen. — отложиться (отпасть) от кого-л.11) отговаривать(τινά τινος Xen.)
-
2 ναπαιος
3изобилующий лесными долинами, покрытый лесистыми ущельями(πτυχαὴ Κιθαιρῶνος Soph.; πλάκες Ἰσθμοῦ Eur.)
-
3 τομη
дор. τομά (ᾱ) ἥ [τέμνω]1) отрезок, пень Hom., Soph.2) (отрезанный) конец, крайδοκοὺς ἀρτήσαντες ἁλύσεσι ἀπὸ τῆς τομῆς ἑκατέρωθεν Thuc. — подвесив балки цепями, (укрепленными) на обоих концах
3) место отреза Plat., Arst.τομῇ προσθεῖναί τι Aesch. — приложить что-л. к месту отреза
4) разрез(ание), рассечение, отсечение, отрубание, тж. мед. операцияκαύσει ἢ τομῇ χρῆσθαι Plat. — прибегать к прижиганию или к хирургической операции;
τ. ξύλου Soph. — распиливание дерева;σκυτῶν τ. Plat. — кройка кож, т.е. сапожное дело;λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι Thuc. — пригнанные друг к другу под (прямым) углом камни5) удар или рана(σιδάρου Soph.; πελέκεως Eur.)
6) кастрация Luc.7) мат. сечение; (sc. κώνου) коническое сечение Arst.8) ( на теле насекомого) втяжка, перетяжка Arst.9) разделение, расколδεδεγμένη τομέν πόλις Plut. — подвергшееся распадению государство;
βαθυτάτην τομέν τέμνειν Plut. — вносить глубочайший раскол10) мат. деление(ἀριθμοῦ Plat.)
11) лог. деление, (рас)членение Arst.τομέν ἔχειν ἔν τινι Plat. — проводить разграничение в чем-л.
12) хирургический нож, скальпель(σιδηρόχαλκος τ. Luc.)
13) стих. цезура14) прорытие (sc. τοῦ Ἰσθμοῦ Luc.) -
4 υπεκρηγνυμι
постепенно прорывать, проламывать
См. также в других словарях:
Ἰσθμοῦ — ἰσθμός neck masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοῦ — ἰσθμός neck masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γέφυρα Ισθμού — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 75 μ., 192 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου Περαχώρας … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
δίολκος — Πλακόστρωτος δρόμος που ένωνε τις δύο άκρες του ισθμού στην αρχαία Κορινθία. Πάνω σε αυτόν έσερναν τα πλοία οι δούλοι. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν o Περίανδρος. Δεν… … Dictionary of Greek
σίνις — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ληστής της Κορινθίας που επονομαζόταν πιτυοκάμπτης. Παραφύλαγε μέσα από έναν κατάφυτο από πιτύς (πεύκα) χώρο του Ισθμού της Κορίνθου και έπιανε κάθε οδοιπόρο που περνούσε από εκεί. Έδενε κατόπιν το θύμα του από … Dictionary of Greek
στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… … Dictionary of Greek