-
101 мощиость
мо́щи́||остьж ἡ δύναμη [-ις], ἡ ἰσχύς:работать на полную \мощиость δουλεύω μέ πλήρη ἀπόδοση. -
102 мощь
мощьж ἡ δύναμη [-ις], ἡ ἰσχύς:Крепить \мощь στερεώνω τήν ἰσχύ[ν]. -
103 потенция
потенцияж ἡ ἰσχύς, ἡ δυναμικότητα [-ης], τό σθένος. -
104 проектный
проектн||ыйприл τοῦ σχεδίου (занимающийся проектированием)/ σύμφωνα μέ τό σχέδιο (предусмотренный проектом):\проектныйая мощи́ость ἡ προβλεπόμενη ἀπό τό σχέδιο ἰσχύς· \проектныйые организации ὁΐ ὁργανώσεις ἐκπονήσεως σχεδίων. I проекционный прил τής προβολής:\проектный аппарат τό μηχάνημα προβολής. -
105 производственный
производственн||ыйприл в разн. знач. παραγωγικός, βιομηχανικός:\производственныйый план τό παραγωγικό σχέδιο· \производственныйый стаж ἡ προυπηρεσία, τά χρόνια ὑπηρεσίας· \производственныйая практика ἡ πρακτική ἐξάσκηση· \производственныйая мощи́ость ἡ παραγωγική ἰσχύς· \производственныйое совещание ἡ σύσκεψη γιά ζητήματα τής παραγωγής· \производственныйые отношения эк. οἱ παραγωγικές σχέσεις. -
106 сила
си́л||аж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς. -
107 αναδρομικός
η, ό[ν]1) идущий назад, к старому; регрессивный; ретроспективный; 2) возвратный; 3) юр. ретроактивный, имеющий обратное действие, обратную силу;αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;
§ αναδρομικοί ιχθύες — рыбы, поднимающиеся для метания икры вверх по течению рек
-
108 ένωση
[-ις (-εως)] η1) соединение, объединение (действие), слияние; 2) союз, объединение;ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών — Союз Советских Социалистических Республик;
3) перен. союз, супружество;4) единство, единение; εν τη ενώσει η ισχύς в единстве сила; 5) хим. соединение; 6) физ. замыкание -
109 βία
сила, насилие, принуждение, стеснение; LXX: (פֶּרֶךְ), (פּרץ), (פּצר); син. δύναμις, ἐνέργεια, ἐξουσία, ἰσχύς, κράτος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βία
-
110 δύναμις
1. сила, мощь, крепость, могущество; син. βία, ἐνέργεια, ἐξουσία, ἰσχύς, κράτος; 2. способность, возможность; 3. чудо, чудотворение; син. σημεῖον, τέρας.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δύναμις
-
111 ἐνέργεια
действие, деяние, сила, мощь; в Н. З. употр. по отношению к сверхъестественной силе, либо Божьей, либо сатанинской; син. βία, δύναμις, ἐξουσία, ἰσχύς, κράτος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐνέργεια
-
112 ἐξουσία
возможность или свобода (делать что-либо), власть, право, сила; син. βία, δύναμις, ἐνέργεια, ἰσχύς, κράτος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐξουσία
-
113 κράτος
власть, могущество, сила, держава; LXX: (עֹז); син. βία, δύναμις, ἐνέργεια, ἐξουσία, ἰσχύςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κράτος
-
114 Ίσχυε
-
115 Ἴσχυε
-
116 Ίσχυες
-
117 Ἴσχυες
-
118 Ίσχυι
-
119 Ἴσχυι
-
120 Ίσχυν
См. также в других словарях:
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχύς — ἰσχύ̱ς , ἰσχύς strength fem acc pl ἰσχύς strength fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυς — Ἴσχῡς , Ἴσχυς masc/fem acc pl Ἴσχυς masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύας — ἰσχύς strength fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύες — ἰσχύς strength fem nom/voc pl ἰσχύ̱ε̄ς , ἰσχύω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσχύων — Ἴσχυς gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύων — ἰσχύς strength fem gen pl ἰσχύ̱ων , ἰσχύω to be strong pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυε — Ἴσχυς nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)