-
41 Ισθμοί
-
42 Ἰσθμοί
-
43 Ισθμούς
-
44 Ἰσθμούς
-
45 Ισθμώι
-
46 Ἰσθμῶι
-
47 Ισθμών
-
48 Ἰσθμῶν
-
49 Ισθμέ
-
50 Ἰσθμέ
-
51 Ισθμόν
-
52 Ἰσθμόν
-
53 ισθμοί'
-
54 ἰσθμοῖ'
-
55 ισθμοίο
-
56 ἰσθμοῖο
-
57 ισθμοίς
-
58 ἰσθμοῖς
-
59 ισθμού
-
60 ἰσθμοῦ
См. также в других словарях:
Ἰσθμός — neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμός — neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… … Dictionary of Greek
ισθμός — ο 1. στενή λωρίδα ξηράς που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο κομμάτια ξηράς: Ισθμός της Κορίνθου. 2. στενό τμήμα κάποιου οργάνου του σώματος που ενώνει δύο μεγαλύτερα: Ισθμός μήτρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιεράπετρας, ισθμός — Ισθμός του νομού Λασιθίου, στο Λιβυκό πέλαγος. Βλ. λ. Λασιθίου, νομός … Dictionary of Greek
Ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)