-
1 iris
ίρις -
2 duhovka
ίρις -
3 kosatec
ίρις -
4 iris
ίρις -
5 tęcza
ίρις -
6 ирис
[ιρίς] ουσ.α. κρίνος -
7 ирис
[ιρίς] ουσ.α. κρίνος -
8 Iris
Ἶρις, -ιδος, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Iris
-
9 ирис
1. бот. η ίρις 2. анат. η ίρις (του ματιού/οφθαλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ирис
-
10 ирис
ирисм бот. ὁ κρίνος, ἡ ϊρις. -
11 оболочка
оболочкаж1. τό (περι)κάλυμμα, τό περίβλημα·2. трен. τό περίβλημα·3. анат. слизистая \оболочка ὁ βλεν(ν)ογόνος ὑμήν радужная \оболочка ἡ Ιρις τοῦ ὁφθαλμού· роговая \оболочка ὁ κερατοειδής χιτών. -
12 радуга
радугаж τό οὐράνιο τόξο, ἡ δόξα, ἡ Ιρις. -
13 радужный
ра́дужн||ыйприл1. τής ίριδας·2. перен φωτεινός, αἰσιόδοξος/ κεφάτος (веселый):\радужныйые надежды οἱ φωτεινές ἐλπίδες· у иего́ \радужныйое настроение εἶναι κεφάτος· видеть все в \радужныйом свете τά βλέπει ὅλα ρόδινα· ◊ \радужныйая оболочка анат. ἡ Ιρις τοῦ ματιού. -
14 iris
1) (the coloured part of the eye.) ίριδα2) (a kind of brightly-coloured flower with sword-shaped leaves.) (το φυτό) ίρις -
15 ирис
-а α.ίρις, κρίνος.-а α.είδος καραμέλας. -
16 Bow
v. trans.Incline in any direction: P. and V. κλίνειν.Crush: P. and V. πιέζειν, V. γνάμπτειν.Humble: P. and V., καθαιρεῖν, συστέλλειν.Bow the head: V. νεύειν καρα.I am bowed down with woe: V. συνέσταλμαι κακοῖς (Eur., H.F. 1417).Bow the knee: V. κάμπτειν γόνυ, or κάμπτειν alone.V. intrans.Bend: P. and V. κάμπτεστθαι.Incline: P. and V. κλίνεσθαι.Bend forward: Ar. and P. κύπτειν, Ar. προκύπτειν.Make obeisance: P. and V. προσκυνεῖν, V. προσπίπτειν, προσπίτνειν.Bow to: met., P. and V. ὑποπτήσσειν (acc.).Yield to: P. and V. εἴκειν (dat.), ὑπείκειν (dat.).Bowing ( to fate) since they thought that all was on the way to being lost: P. ὑποκατακλινόμενοι ἐπειδὴ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον (Dem. 127).Since I hear you say so, I bow ( to your decision): P. ἐπειδὴ σοῦ ἀκούω ταῦτα λέγοντος κάμπτομαι (Plat., Prot. 320B).——————subs.Obeisance: P. προσκύνησις, ἡ.——————subs.Circular shape: P. and V. κύκλος, ὁ.Loop: P. and V. ἀγκύλη, ἡ (Xen.).Weapon: P. and V. τόξον, τό.Armed with the bow, adj.: V. τοξοτευχής, Ar. τοξοφόρος.Conquering with the bow, adj.: V. τοξόδαμνος.Have two strings to one's bow: see under String.Rainbow: P. Ἶρις, ἡ (Plat., Rep. 616B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bow
-
17 Rain-bow
subs.P. ἶρις, ἡ (Plat., Rep. 616B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rain-bow
-
18 irys
1) ίρις2) καραμέλα
См. также в других словарях:
ἶρις — rainbow fem nom sg ἶρις rainbow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίς — rainbow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους … Dictionary of Greek
ἴρις — ἴ̱ρῑς , ἶρις rainbow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἶρις — Ἶ̱ρις , Ἶρις rainbow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶρι — Ἶρις rainbow fem voc sg ἶρις rainbow fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶριν — Ἶρις rainbow fem acc sg ἶρις rainbow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ирида в мифологии — (Ίρις) первоначально олицетворение и богиня радуги, дочь Тавманта и Електры, сестра Гарпий. Главная роль И. быть вестницей богов, поручения которых она разносит с быстротой ветра по земле, в морские глубины и даже в преисподнюю. Как богиня радуги … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ирида, богиня — (Ίρις) первоначально олицетворение и богиня радуги, дочь Тавманта и Електры, сестра Гарпий. Главная роль И. быть вестницей богов, поручения которых она разносит с быстротой ветра по земле, в морские глубины и даже в преисподнюю. Как богиня радуги … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek