-
1 ινδαλθείς
-
2 ἰνδαλθείς
См. также в других словарях:
ἰνδαλθείς — ἰνδάλλομαι appear aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ινδαλθείς
2 ἰνδαλθείς
ἰνδαλθείς — ἰνδάλλομαι appear aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)