-
1 ἰθύντωρ
См. также в других словарях:
ιθύντωρ — ἰθύντωρ, ορος (Α) ιθυντήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ, κλή τωρ)] … Dictionary of Greek
1 ἰθύντωρ
ιθύντωρ — ἰθύντωρ, ορος (Α) ιθυντήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ, κλή τωρ)] … Dictionary of Greek