-
1 ιθαγενης
эп. ἰθαιγενής 2(ῐ) [ἰθύς]1) происходящий по прямой линии, рожденный в законном браке, законныйτινὰ ἶσον ἰθαι γενέεσσιν τιμᾶν Hom. — почитать кого-л. наравне с законными (сыновьями)
2) подлинный, чистокровный, коренной(Ἀιγύπτιοι Her.)
3) естественный, природныйτὸ Βολβίτινον στόμα καὴ τὸ Βουκολικὸν οὐκ ἰθαγενέα στόματά ἐστι, ἀλλ΄ ὀρυκτά Her. — Больбитское и Буколическое устья (Нила) - не естественные, а (искусственно) прорытые4) действительный, настоящий(ἀριστεὺς Βακτρίων ἰ. Aesch.; νότος, ζέφυρος Arst.)
См. также в других словарях:
λα- — (Α) προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα ) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα κατάρατος λα καταπύγων, λα πτυήρ, λα φονοι, λά μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ) κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι … Dictionary of Greek
ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… … Dictionary of Greek