-
1 ιδεα
ион. ἰδέη (ῐ) ἥ [ἰδεῖν]1) внешний вид, внешность, наружность(ἥ ἰ. αὐτοῦ ὡς ἀστραπή NT.)
τέν ἰδέαν καλός Plat. — красивый на вид, красивой наружности;κοῖλα παντοδαπὰ καὴ τὰς ἰδέας καὴ τὰ μεγέθη Plat. — впадины, различные как по форме, так и по размерам;τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Plat. — по внешнему виду2) видимостьἡ τοῦ θήλεος ἰ. Arst. — женоподобие;
γνώμην ἐξαπατῶσ΄ ἰδέαι Anth. — видимость, вводящая в обман (досл. обманывающая разум)3) вид, род, тип, качество, сортφύλλα τοιῆσδε ἰδέης Her. — листья такого свойства;
τὸ φρέαρ τὸ παρέχεται τριφασίας ἰδέας Her. — колодец, который доставляет три категории (горнопромышленных продуктов);πᾶσα ἰ. θανάτου Thuc. — всякий вид смерти;πολλαὴ ἰδέαι πολέμων Thuc. — многие виды войн;ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Δήμητρα θεὰν κελαδεῖν Arph. — прославлять богиню Деметру другим родом гимнов4) лог. род, класс, категория или видτὸ τῶν ἰχθύων γένος πολλὰς περιέχον ἰδέας Arst. — род рыб, содержащий много видов
5) способ, образ, формаἐφρόνεον διφασίας ἰδέας Her. — (эретрийцы) задумали два различных плана;
πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες Thuc. — испробовав все способы;τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ Thuc. — таким же образом;τίς ἰ. βουλήματος ; Arph. — что за затея?6) филос. идея, общее свойство, начало, основание, принципμίᾳ ἰδέᾳ τὰ ὅσια (sc. ἐστίν) Plat. — праведные поступки являются праведными в силу единого (общего им) начала;
εἰς μίαν τέν ἰδέαν ἄγειν τὰ πολλαχῆ διεσπαρμένα Plat. — к единому началу сводить там и сям рассеянные элементы;μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν διαισθάνεσθαι Plat. — распознавать единое начало во многих вещах7) ( в идеалистической философии) идея, первообраз, идеальное начало (общий образ сущего, постигаемый умом)ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Plat. — идея блага;
οἱ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι Arst. — устанавливающие в качестве причин (эмпирического мира) идеи, т.е. представители идеалистической философии -
2 καλος
I.3(эп., кроме Hes., тж. ᾱ; compar. καλλίων - эп. ῐ, атт. ῑ; superl. κάλλιστος)1) красивый, прекрасный, прелестный, изящный(πρόσωπα, ὄμματα, ζώνη, εἵματα, ἀνήρ Hom.; γυνή Plat.; ὅ τοῦ κόκκυγος νεοττός Arst.; Ἀθῆναι Plut.; λίθοι καὴ ἀναθήματα NT.)
κ. δέμας Hom., κ. ἰδέᾳ Pind. или κ. εἶδος Xen., тж. κ. εἰσοράασθαι Hom. и κ. εἰσορᾶν Pind. — красивый на вид2) прекрасный, благородный, славный(ἔπη Soph.; πράξεις Arst.; καρδία καλέ καὴ ἀγαθή NT.)
Σαπφὼ ἥ καλή Plat. — славная Сапфо;κ. κἀγαθός Xen., Plat. etc. — благороднейший, добродетельный (τὰ καλὰ κἀγαθὰ ἔργα Xen., Plat.):οἱ καλοὴ κἀγαθοί Arst. (ср. лат. boni viri) — лучшие люди (в государстве), цвет общества;καλέν συνείδησιν ἔχειν NT. — обладать чистой совестью;ὅ ποιμέν ὅ κ. NT. — добрый пастырь3) благоприятный, попутный(ἄνεμος Hom.)
4) благоприятный, предвещающий добро(οἰωνοι Eur.; τὰ ἱερά Xen.)
5) благополучный, счастливый, удачный(πλοῦς Soph.; τὸ τέλος τῆς ἐξόδου Xen.)
6) чистый, настоящий(ἀργύριον Xen.)
7) превосходный, отличный(βίοτος Soph.; στράτευμα Xen.; γέρας Aesch.; δένδρον NT.)
καλοὴ ὀφθαλμοί Plat. — хорошо видящие глаза;ἥ καλέ γῆ NT. — плодородная земля8) годный, удобный, выгодныйὁ λόφος κάλλιστος τρέχειν Xen. — возвышенность, весьма удобная для состязаний в беге;
σῶμα καλὸν πρὸς δρόμον Plat. — тело, хорошо приспособленное к бегу - см. тж. καλόνII.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek