-
1 προσιημι
(fut. προσήσω, aor. προσῆκα)1) (преимущ. med.) допускать, подпускать, приниматьοὐ π. τοὺς ὀψίζοντας πρός τι Xen. — не допускать опоздавших к чему-л.;μέ προσίεσθαί τινα εἰς ταὐτὸν ἑαυτῷ Xen. — не допускать кого-л. в свое общество;τῷ μαστῷ τὰ παιδάρια προσίεσθαι Plut. — давать грудь младенцам;προσίεσθαι τὰς χεῖρας Arst. — становиться ручным, приручаться;χαλεπῶς προσίεσθαί τι Xen. — принимать что-л. с неудовольствием, отказываться от чего-л.;μέ προσίεσθαι φάρμακον Xen. — отказываться от лекарства;τῷ (Κύρῳ) ἥ ψυχέ σῖτον οὐ προσίετο Xen. — у Кира не было аппетита;κακὸν οὐδὲν οὐδ΄ αἰσχρὸν προσίεσθαι Xen. — не допускать никаких трусливых и позорных поступков;ἧτταν προσίεσθαι Xen. — соглашаться на свое поражение;τοῦτο οὐ προσίεμαι Her. — с этим я не согласен;προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα Thuc. — принимать объявленные через глашатая условия;προσηκάμην τὸ ῥηθέν Eur. — я с удовольствием выслушал (эти) слова;οὐ προσίεμαι τέν διαβολήν Her. — я не верю этой клевете;οὐ προσίεσθαι πράττειν τὰς τοιαύτας πράξεις Plat. — не иметь склонности к подобным поступкам2) med. приходиться по душе, нравитьсяοὐδὲν προσίετό μιν Her. — ничто его не удовлетворяло;
ἓν δ΄ οὐ προσίεταί με Arph. — одно (лишь) мне не нравится -
2 ἧσσα
A defeat, discomfiture, Th.5.12,7.72, Pl.Lg. 638b; πολέμου in war, Id.La. 196a;ἧττα.. πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aeschin.3.111
, cf. Plu.2.840c;μὴ δι' ἧτταν, ἀλλὰ διὰ προαίρεσιν Arist.EN 1150a24
; ἧτταν προσίεσθαι to let oneself be conquered, X.Cyr.3.3.45: c. gen. rei, yielding or giving way to a thing, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν, Pl.Lg. 869e (pl.);ἡ ἐν τοῖς τοιούτοις ἧ. καλή D.Ep.3.45
; ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων ἧ. Plu.Brut.6. -
3 ησσα
атт. ἧττα ἥ1) поражение, неудача, провал(πολέμου καὴ δικῶν καὴ ἀγορῶν Aeschin.)
διὰ τὸ καταπεπλῆχθαι τῇ ἥσσῃ Thuc. — из-за подавленного в связи с поражением состояния;τῶν Ἀθηναίων ἥσσῃ ἀπεληλυθότων Thuc. — поскольку афиняне, потерпев поражение, ушли;ἥτταν προσιεσθαι Xen. — потерпеть поражение2) побежденность, подвластностьδι΄ ἥττης ἡδονῶν τε καὴ ἐπιθυμιῶν καὴ φθονῶν Plat. — из-за подверженности (непреодолимого влечения к) наслаждениям, страстям и зависти
-
4 προσίημι
A- ήσομαι X.Cyr.7.1.13
: [tense] aor. 1 προσῆκα, [voice] Med. :— let come to,πρὸς τὸ πῦρ τοὺς ὀψίζοντας X.An.4.5.5
, cf. Cyr.7.5.39; admit, POxy.1070.55 (iii A.D.); apply,ἀπειρηκότι τὰ προβόλια X.Cyn.10.21
.II more freq. in [voice] Med., let come to or near one, admit, προσίεσθαί τινα ἐς ταὐτὸ ἡμῖν αὐτοῖς admit one into our society, Id.An.3.1.30;π. τινὰ εἰς ὁμιλίαν Pl.Phdr. 255a
; ἐγγὺς π. [τοὺς Ἕλληνας] let them approach, X. An.4.2.12;π. τὸν πόλεμον εἰς τὴν χώραν D.9.51
; of animals,ἵπποι χαλεπῶς π. ἃ πρόδηλα αὐτοῖς ἐστιν X.Eq.3.3
;τιθασεύεται καὶ π. τὰς χεῖρας Arist.HA 608a26
;π. τὰ παιδάρια τῷ μαστῷ Plu.Cat.Ma. 20
.2 admit, allow, believe,τοῦτο μὲν οὐδὲ προσίεμαι Hdt.1.75
;οὐ π. τὴν διαβολήν Id.6.123
;προσηκάμην τὸ ῥηθέν E.El. 622
; π. τὰ κεκηρυγμένα agree to the proposed terms, Th.4.38, cf. 108;τοῦτον [τρόπον] οὐδαμῇ προσίεμαι Pl.Phd. 97b
.b admit, accept, submit to,ξεινικὰ νόμαια Hdt.1.135
; ;ἧτταν X.Cyr. 3.3.45
; τὸ ὑπαίτιον εἶναί τινι οὐ πάνυ π. Id.Mem.2.8.5; π. φάρμακον take it, ib.4.2.17;ἡ ψυχὴ σῖτον οὐ προσίετο Id.Cyr.8.7.4
;οἶνον Alex.255.3
;προσήκατο ὁ δαίμων ἀντὶ ἀνθρώπου τὸν βοῦν Porph.Abst. 2.55
.c accept, allow, approve,τὴν προδοσίην Hdt.6.10
;τὸ δ' ἄκαιρον.. μὴ προσείμαν E.Fr. 893
(lyr.);τὰ αἰσχρὰ ἥκιστα προσίεσθαι X.Mem.2.6.18
;οὐδαμῇ π. οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον Id.An.5.5.3
;πονηρίαν D.25.1
; κακὸν οὐδὲν οὐδ' αἰσχρὸν π. X.Cyr.7.1.13.3 c. inf., undertake, venture to do, Pl.Lg. 908b, X.Mem.2.7.11; προσεῖτ' ἂν ἀποθανεῖν would submit to death, Alex.193;π. κακίονες ἢ πρόσθεν γενέσθαι X.Cyr.7.5.83
.4 c. acc. pers., attach to oneself, attract, οὐδὲν προσίετό μιν nothing moved or pleased him, Hdt.1.48; ἓν δ' οὐ προσίεταί με one thing pleases me not, Ar.Eq. 359; ; προσίεται (sc. Laïs)..καὶ γέροντα καὶ νέον Epicr.3.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσίημι
См. также в других словарях:
προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… … Dictionary of Greek