-
21 στρατι-άρχης
στρατι-άρχης, ὁ, = στρατάρχης, v. l.
-
22 στρατοπεδ-άρχης
στρατοπεδ-άρχης, ὁ, Anführer des Lagers, Luc. hist. conscr. 22; tribunus legionis, D. Hal. 10, 36.
-
23 στρατ-άρχης
στρατ-άρχης, ὁ, der Anführer eines Kriegsheeres; Aesch. frg. 168, Her. 3, 157. 8, 45; Sp.
-
24 στασι-άρχης
στασι-άρχης, ὁ, = Folgdm, D. C. 60, 31.
-
25 σταδι-άρχης
σταδι-άρχης, ὁ, führt Poll. 3, 146 an.
-
26 στολ-άρχης
στολ-άρχης, ὁ, Anführer der Flotte, νεῶν, Ep. ad. 694 ( App. 204).
-
27 συ-στρεμματ-ἀρχης
συ-στρεμματ-ἀρχης, ὁ, Anführer einer Rotte von zweitausend Mann, Arr. Tact.
-
28 συμ-ποσι-άρχης
συμ-ποσι-άρχης, ὁ, = συμποσίαρχος, Plut. Symp. 1, 4, 2.
-
29 συν-ταγματ-άρχης
συν-ταγματ-άρχης, ὁ, Anführer einer Heerschaar, Luc. Bacch. 2 Pseudol. 18; Suid.
-
30 συμ-μορι-άρχης
συμ-μορι-άρχης, ὁ, der Erste oder der Vorsteher einer συμμορία, Hyperid. bei Poll. 3, 53.
-
31 σχολ-άρχης
σχολ-άρχης, ὁ, Vorsteher einer Schule.
-
32 σκοπ-άρχης
σκοπ-άρχης, ὁ, Anführer der Späher, Kundschafter des Vortrupps, Xen. Cyr. 6, 3, 6.
-
33 σῑτ-άρχης
-
34 τριττυ-άρχης
τριττυ-άρχης, ὁ, = Folgdm, VLL.
-
35 τριηρ-άρχης
τριηρ-άρχης, ὁ, der Befehlshaber, Anführer eines Schiffes mit drei Ruderbänken. – In Athen derjenige, der allein od. mit andern Bürgern zugleich ein Kriegsschiff mit drei Ruderbänken für den Dienst des Staates auszurüsten hatte, auf welchem er entweder in Person od. durch einen Stellvertreter folgen mußte, Ar. Ach. 520.
-
36 τετρα-φαλαγγ-άρχης
τετρα-φαλαγγ-άρχης, ὁ, der Anführer von vier Phalangen, E. M
-
37 τετρ-άρχης
τετρ-άρχης, ὁ, ein Tetrarch od. Vierfürst, bei den Galatern üblich, Sp., wie Plut. Ant. 56; – Anführer von vier λόχοι, Suid.
-
38 τελων-άρχης
τελων-άρχης, ὁ, der Oberste, Erste von den Zollpächtern, Generalpächter (?).
-
39 τελετ-άρχης
τελετ-άρχης, ὁ, Urheber der Weihe, Orph.
-
40 τελ-άρχης
См. также в других словарях:
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
Ἀρχῆς καλῆς κάλλιστον εἶναι καὶ τέλος. — См. Добрый конец, всему делу венец … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀρχῆς — ἀρχή beginning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχῃς — ἄρχω to be first pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… … Dictionary of Greek
начало — НАЧАЛ|О (508), А с. 1.Начало, основание, происхождение: ѿ саторьнила же начало ѥреси имѹще. КР 1284, 362а; сниде к намъ с҃нъ б҃ии. безначальныи. бес конца и без начала. ПрЛ XIII, 106б; •а•˫а не(д)лѧ сѹщи въ начало створени˫а ΓΑ XIII–XIV, 139а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
επιλεκτάρχης — ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α) αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεκτος (< επι λέγω) + άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι άρχης, εργοστασι άρχης, κομματ άρχης)] … Dictionary of Greek
θιασάρχης — ο (Α θιασάρχης) νεοελλ. αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών αρχ. αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + άρχης*… … Dictionary of Greek