-
21 ἰσ-ῆλιξ
-
22 ἁλιξ
-
23 ἀφῆλιξ
ἀφ-ῆλιξ, über die jugendlichen Jahre hinaus; jung -
24 βραχυῆλιξ
βραχυ-ῆλιξ, kurzalterig, jung -
25 ἐνῆλιξ
-
26 εὐῆλιξ
-
27 ἐφῆλιξ
-
28 ἰσῆλιξ
-
29 μεσῆλιξ
-
30 νεοῆλιξ
-
31 ὁμῆλιξ
-
32 παναφῆλιξ
παν-αφ-ῆλιξ, ικος, ganz ohne Jugendgenossen; ἦμαρ ὀρφανικὸν παναφήλικα παῖδα τίϑησιν, der Tag der Verwaisung schließt den Knaben von allen seinen Altersgenossen aus -
33 παρῆλιξ
παρ-ῆλιξ, ὁ, ἡ, abnehmend an Kraft -
34 συνῆλιξ
συν-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von gleichem Alter; übh. Kamerad, Spiel-, auch Schulgenoß -
35 συνομῆλιξ
συν-ομ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von gleicher Jugend, Genosse, Kamerad -
36 τανυῆλιξ
τανυ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter -
37 ὑπερῆλιξ
ὑπερ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, über ein gewisses Alter hinaus
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
ἧλιξ — of the same age masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκεσσι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκων — ἧλιξ of the same age masc/fem gen pl ἡλίκος as big as fem gen pl ἡλίκος as big as masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικες — ἧλιξ of the same age masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλιξι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλιξιν — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… … Dictionary of Greek
νεοήλιξ — νεοῆλιξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που είναι μικρός στην ηλικία, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ ήλιξ, ομ ήλιξ)] … Dictionary of Greek