Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἦ+μήν

  • 121 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 122 особенно

    επίρ.
    1. ιδιαίτερα, κατ εξοχήν, εξαιρετικά•

    он вас особенно почитает αυτός εσάς ιδιαίτερα σέβεται.

    || (ξε)χωριστά•

    жить особенно ζω ιδιαίτερα.

    2. πριν απ όλα, προ παντός•

    сделайте то и то, но особенно не забудьте... θα κάνετε αυτό και αυτό, όμως, πριν απ όλα, μην ξεχάσετε...

    εκφρ.
    не особенно – όχι πολύ, όχι εξαιρετικά, όχι ιδιαίτερα.

    Большой русско-греческий словарь > особенно

  • 123 отговорить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    αποτρέπω, μεταπείθω, συμβουλεύω, συνιστώ να μην πράξει κάτι.
    αρνούμαι, δικαιολογούμαι, προφασίζομαι• προσποιούμαι•

    меня пригласили на бал, но я -лся με κάλεσαν στο χορό, όμως εγώ δικαιολογήθηκα•

    отговорить от поручения αρνούμαι (δε δέχομαι) την παραγγελία•

    незнанием закона отговорить нельзя δεν μπορείς να ισχυριστείς άγνοια νόμου•

    отговорить болезнью προφασίζομαι ασθένεια, κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > отговорить

  • 124 охулка

    θ.:
    -и на руку не класть ή положить (απλ.) μη κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια, μην αφήνεις την ευκαιρία να σου ξεφύγει, μη χαζεύεις.

    Большой русско-греческий словарь > охулка

  • 125 перекупить

    ρ.δ.
    βλ. перекупить.
    ξαναγοράζομαι αγοράζομαι, για μεταπώληση.
    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупанный, βρ: -пан, -а, -о.
    1. παραλούζω, βλάπτω με το πολύ το λούσιμο•

    перекупить ребнка παραλούζω το παιδάκι.

    2. λούζω (όλους, πολλούς)•

    перекупить всех детей λούζω όλα τα παιδιά.

    παραλούζομαι• παρακάνω λουτρό, βλάπτομαι•

    -лся и простудился έκανα πολύ λουτρό και κρυολόγησα.

    -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αγοράζω ακριβότερα• ακριβοπληρώνω (για να μην το αγοράσει άλλος).
    2. αγοράζω από μεταπωλητή αγοράζω για μεταπώληση.
    3. αγοράζω (όλα, πολλά).

    Большой русско-греческий словарь > перекупить

  • 126 перерезать

    -ежу, -жешь ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβω•

    перерезать вервку, проволоку κόβω την τριχία, το σύρμα•

    перерезать дорогу машине κόβω το δρόμο στο αυτοκίνητο.

    2. κατακόβω•

    перерезать себе руки κατακόβω τα χέρια μου.

    3. κατασφάζω•

    перерезать всех кур σφάζω όλες τις κότες.

    1. κόβομαι•

    проволока легко -лась το σύρμα εύκολα κόπηκε•

    перерезать бритвой κατακόβομαι με το ξυράφι.

    2. σφάζομαι•

    они -лись, чтобыне сдаваться σφάχτηκαν για να μην παραδοθούν.

    || αλληλοσφάζομαι.
    ρ.δ.
    βλ. перерезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > перерезать

  • 127 повадно

    επίρ.
    (απλ.) καλά, ευχάριστα, εύκολα.
    εκφρ.
    чтобы не было повадно – για να του κοπεί η όρεξη ή ο βήχας (για να μην το ξανα-νει).

    Большой русско-греческий словарь > повадно

  • 128 покойный

    επ., βρ: -коен, -коина, -койно.
    1. ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, -νεμένος•

    -ое море γαληνεμένη θάλασσα.

    2. ήσυχος•

    покойный ребёнок ήσυχο παιδάκι•

    -ая жизнь ήσυχη ζωή.

    3. παλ. βολικός, άνετος, αναπαυτικός (για πράγματα).
    4. πεθαμένος, μακαρίτης•

    покойный отец ο μακαρίτης πατέρας•

    -ая мать η μακαρίτισσα μητέρα.

    ουσ. μακαρίτης•

    почтить память покойного τιμώ τη μνήμη του μακαρίτη.

    εκφρ.
    будьте -ы – μείνετε ήσυχοι, μην ανησυχείτε.

    Большой русско-греческий словарь > покойный

См. также в других словарях:

  • μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • μήν — μείς Ars Prooem. masc nom/voc sg μήν Ars Prooem. indeclform (particle) μής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῆν — Μᾶ fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῆν' — Μῆναι , Μήνη moon fem nom/voc pl Μῆναι , Μηνᾶς masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῆν' — μῆναι , μαίνομαι rage aor inf act μῆναι , μαίνομαι rage aor imperat mid 2nd sg μῆνα , μαίνομαι rage aor ind act 1st sg (homeric ionic) μῆνε , μαίνομαι rage aor ind act 3rd sg (homeric ionic) μῆνα , μείς Ars Prooem. masc acc sg μῆνε , μείς Ars… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου μην αλλά — (ΑΜ οὐ μὴν αλλά) αλλ όμως, μολονότι, προσέτι («οὐ μὴν ἀλλ ἐπέμεινεν ὁ Κῡρος... καὶ ὁ ἵππος ἐξανέστη», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. oὐ μὴν ἀλλὰ καί προσέτι, προς τούτοις, εκτός από αυτά και... («οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ ἐγκλήματος τούτου δῆλόν ἐστιν»,… …   Dictionary of Greek

  • ου μην — οὐ μήν (ΑΜ, Α δωρ. και αιολ. τ. οὐ μάν) αλλ όμως όχι, οπωσδήποτε όχι («οὐ μήν οὐ δύνανται τοὺς ἐπινηχομένους λαθεῑν ἰχθύας», Αισχύλ.) αρχ. oὐ μήν... γε (συν. όταν προηγείται άρνηση) ούτε βεβαίως (« Αφροδίτης μὲν γὰρ οὔ μοι φαίνεται... οὐ μὴν… …   Dictionary of Greek

  • και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • Τό πρᾶγμά σου ασφάλιζε καὶ τὸν γείτονά σου κλέπτην μὴν τὰν κάμης. — См. Плохо не клади, в грех не вводи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἠράμην — ἠρά̱μην , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μην , ἀρέομαι plup ind mp 1st sg (attic) ἠ̱ράμην , αἴρω attach aor ind mid 1st sg (attic epic ionic) ἔραμαι love imperf ind mp 1st sg ἠρά̱μην , ἐράομαι love imperf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»