-
21 κατάγω
κατ-άγω, (1) herab-, hinunter führen, -leiten, -bringen; ψυχὰς μνηστήρων κατάγων, in die Unterwelt hinab; übh. nach einem Orte hinführen, den man als niedriger gelegen betrachtet; τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο, ihn verschlug der Sturm nach Kreta hin; bes. ein Schiff von der hohen See in den Hafen bringen; (a) anlanden; von den Schiffen selbst; von den Seefahrern; ναῦν εἰς ϑάλασσαν κατάγειν, vom Stapel lassen; (b) feindlich, ein Schiff aufbringen, es zwingen, in einen gewissen Hafen einzulaufen; auch von Seeräubern. Auch auf dem Lande bei einem einkehren. Herabziehen; beim Spinnen den Faden. (2) zurückführen, bes. einen Verbannten in seine Heimat; zurückkehren; wiederherstellen; γένος ἀπό τινος, das Geschlecht von einem ableiten; καταγαγὼν ἐκ τοῦ πολέμου χρυσόν, Geld zurück-, heimbringen; τὸν Δία, durch Beschwörungen vom Himmel herabziehen -
22 ῥώομαι
ῥώομαι, sich kräftig, heftig, schnell bewegen, schnell gehen, eilen, sich mit Anstrengung bewegen, von Kriegern: anstürmen, heraneilen; περὶ πυρήν, herumlaufen; von Tanzenden; c. accus., χορὸν ἐῤῥώσαντο, sie bewegten, schwangen den Reigen; ῥώοντο ἄνακτι, sie strengten sich für den Herrn an; κνῆμαι, γούνατα, die Füße bewegten sich kräftig, mit Anstrengung; auch von den Haaren: ἐῤῥώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, sie bewegten sich, flatterten nach dem Hauche des Windes -
23 σκέπας
σκέπας, αος, τό, Decke, Hülle, Schutzdach; ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο, es war Schutz vor dem Winde
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνέμοιο — ἄνεμος wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… … Dictionary of Greek
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
δοκεύω — (Α) 1. παρατηρώ, παραφυλάω 2. κοιτάζω, βλέπω 3. αναμένω, περιμένω («ἀνέμοιο γαληναίης τε δοκεύω», Άρατος) 4. επιζητώ, επιδιώκω 5. σκέπτομαι 6. νομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δοκεύω, όπως και τα δοκάω, δοκάζω, δοκώ, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής… … Dictionary of Greek
εμβρέμομαι — ἐμβρέμομαι (Α) ηχώ δυνατά («ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἰστίῳ ἐμβρέμεται» φοβερός άνεμος σφυρίζει μέσα στα πανιά τού πλοίου) … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επιβρέμω — ἐπιβρέμω (Α) 1. κάνω κάτι να ηχεί («τὸ δ [τὸ πῡρ] ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. αντηχώ, βουίζω 3. κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρέμω «ηχώ»] … Dictionary of Greek
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
κλάζω — (Α) 1. βγάζω οξύ και διαπεραστικό ήχο 2. (για πτηνά) κρώζω («αἰετός... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες ἐπέδραμον», Ομ. Οδ.) 4. (για άψυχα) αντηχώ, συρίζω, βουίζω (α.… … Dictionary of Greek