-
1 μετανισσομαι
1) переходитьἦμος δ΄ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε Hom. — когда Солнце стало склоняться ко времени распряжки волов, т.е. к вечеру
2) приходить за (кем-л.), прибывать, чтобы взять(τὰν Μενελάου ἄλοχον Eur.)
См. также в других словарях:
μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από … Dictionary of Greek