Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἥμισυ

  • 1 Half

    subs.
    P. and V. τὸ ἥμισυ.
    ——————
    adj.
    P. and V. ἥμισυς.
    Half the land: P. and V. ἡ ἡμσεια τῆς γῆς or τὸ ἥμισυ τῆς γῆς.
    In half, in two: P. and V. δχα, V. διχῆ.
    Saw in half: P. δίχα πρίειν.
    You said you would cut yourself in half: Ar. ἔφησθα σαυτῆς κἂν παρατεμεῖν θἤμισυ (Lys. 132).
    The height when completed was about half what he intended: P. τὸ ὕψος ἥμισυ μάλιστα ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο (Thuc. 1, 93).
    Half an estate: P. ἡμικλήριον, τό.
    Be honest by halves: P. ἐφʼ ἡμισείᾳ χρηστὸς εἶναι (Dem. 430).
    He bade them raise a shield when half way across: P. εἶπεν ἆραι ασπίδα κατὰ μέσον τον πλοῦν (Xen., Hell. II. 1, 27).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Half

  • 2 половина

    θ.
    1. το μισό, το ήμισυ• половина- состояния η μισή περιουσία•

    первая половина игры το πρώτο ημίχρονο του παιγνιδιού.

    2. η μέση, το μέσο•

    дошли до -ы дороги φτάσαμε ως τα μισά του δρόμου.

    3. βλ. половинка.
    4. παλ. ξεχωριστό διαμέρισμα σπιτιού.
    εκφρ.
    моя половина – το έτερο μου ήμισυ (ο, η σύζ•υγός μου).

    Большой русско-греческий словарь > половина

  • 3 половина

    1. (одна из двух равных частей чего-л.) το μισό, το ήμισυ 2. (середина чего-л.) η μέση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > половина

  • 4 полумуфта

    ο ημισυμπλέκτης
    το ήμισυ/μισό τμήμα της ζεύξης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полумуфта

  • 5 вполовину

    вполовину
    нареч разг κατά τό μισό (ήμισυ), στό μισό, μισά:
    \вполовину короче κατά τό μισό κοντότερο.

    Русско-новогреческий словарь > вполовину

  • 6 наполовину

    наполовину
    нареч μισός, κατά τό ήμισυ, ἐξ ἡμισείας, μισό καί μισό:
    работа \наполовину сделана ἡ μισή δουλειά Εγινε· делать дело \наполовину κάνω τήν δουλειά μισή.

    Русско-новогреческий словарь > наполовину

  • 7 половина

    полови́н||а
    ж в разн. знач. τό μισό, τό ήμισυ:
    \половина первого δώδεκα καί μισή, δωδε-κάμιση· в первой \половинае ноября στό πρώτο δεκαπενθήμερο τοῦ Νοέμβρη· \половина игры (в футболе) τό ήμιχρόνιο, τό ήμίχρονον \половина зарплаты ὁ μισός μισθός· ◊ моя \половина шутл. (о жене, муже) τό ἔτερον ήμισό μου.

    Русско-новогреческий словарь > половина

  • 8 половинный

    полови́н||ный
    прил:
    в \половинныйном размере τό ήμισυ, τό μισό.

    Русско-новогреческий словарь > половинный

  • 9 полугодие

    полуго́д||ие
    с ἡ ἐξαμηνία, τό ήμισυ τοῦ Ετους.

    Русско-новогреческий словарь > полугодие

  • 10 minim

    ['minim]
    (a musical note roughly equal to a slow walking step in length.) ήμισυ

    English-Greek dictionary > minim

  • 11 благоверная

    -ой θ.
    η σύζυγος, συμβία, το ετερον ήμισυ, γυναικούλα.

    Большой русско-греческий словарь > благоверная

  • 12 блин

    α.
    πλακούντιο•

    оно! αλεύρι, γάλα κλπ. κρέπ.

    εκφρ.
    первый блин комом – αρχή το ήμισυ παντός, κάθε αρχή και δύσκολη•
    печь как –ы – (σπλ.) φτιάχνω πολλά και γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > блин

  • 13 вполовину

    επίρ.
    κατά το ήμισυ, το μισό•

    повысить урожай вполовину αυξαίνω τη σοδειά κατά το μισό.

    Большой русско-греческий словарь > вполовину

  • 14 дражайший

    επ. (παλ. κ. ειρν.) υπερθ. β. του επ. дорогой προσφιλέστατος, φίλτατος, πολυαγαπητός, -μένος.
    εκφρ.
    - ая половина – το τρυφερό ήμισυ, η πολυαγαπημένη.

    Большой русско-греческий словарь > дражайший

  • 15 наполовину

    επίρ.
    κατά το ήμισυ, (κατά) το μισό ημιτελώς•

    это сделано на наполовину αυτό είναι μισοφτιαγμένο (μισοτελειωμένο)•

    наполовину сыт μισοχορτάτος, -σμένος.

    Большой русско-греческий словарь > наполовину

  • 16 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 17 Charge

    v. trans. or absol.
    Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐμπίπτειν (dat.) (Xen., also Ar.), V. ἐφορμᾶν (dat.) or pass. (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), Ar. and P. ἐπιτθεσθαι (dat.); see Attack.
    Demand as payment: P. and V. εἰσπράσσεσθαι; see Exact.
    He charges half the amount to himself, the rest is reckoned as theirs: P. τὸ μὲν ἥμισυ αὑτῷ τίθησι τὸ δὲ τούτοις λελόγισται (Lys. 211.)
    Intrust: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι), P. πιστεύειν (τινί τι), ἐγχειρίζειν (τινί τι), V. εἰσχειρίζειν (τινί τι).
    Exhort, command: P. and V. κελεύειν (acc.), ἐπιτάσσειν (dat.), προστάσσειν (dat.), ἐπιστέλλειν (dat.), ἐπισκήπτειν (dat.), Ar. and V. ἐφεσθαι (dat.), V. ἐξεφεσθαι (absol.).
    Accuse: see Accuse.
    Fill: P. and V. πληροῦν, ἐμπιπλναι, πιμπλναι (rare P. uncompounded), γεμίζειν.
    ——————
    subs.
    Attack: P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἡ, ἐπιχείρησις, ἡ, ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.
    Rush: P. and V. ὁρμή, ἡ, V.ιπή, ἡ, Ar. and P.μη. ἡ.
    Run: P. and V. δρόμος, ὁ.
    Of ships: P. and V. ἐμβολή, ἡ.
    Like a bull ready for the charge, he bellows fiercely: V. ταῦρος ς εἰς ἐμβολὴν δεινὰ μυκᾶται (Eur., H.F. 869).
    Price: P. ὠνή, ἡ, Ar. and P. τιμή, ἡ; see Price.
    Exaction: P. εἴσπραξις, ἡ.
    Expense: P. and V. δαπνη, ἡ.
    At his own charges: P. τοῖς αὑτοῦ τέλεσι, τοῖς ἰδίοις τέλεσι.
    At the public charge: P. δημοσία.
    Duty, task: P. and V. ἔργον, τό; see Task.
    Guardianship: P. ἐπιτροπεία, ἡ.
    Something intrusted to one's care: V. μέλημα, τό, φρούρημα, τό.
    Put in charge of: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι); see Intrust.
    Take charge of: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat.), θεραπεύειν (acc.), Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), V. κηδεύειν (acc.), μέλεσθαι (gen.); see Manage, Guard.
    Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.
    I impose this service as a charge upon you: V. ὑμῖν... τήνδʼ ἐπισκήπτω χάριν (Soph., Aj. 566).
    Accusation: see Accusation.
    On a charge of: P. and V. ἐπ (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charge

  • 18 More

    adj.
    P. and V. πλείων.
    More or less: P, ἢ πλείων ἢ ἐλάσσων (Dem. 330).
    ——————
    adv.
    P. and V. πλεῖον, πλέον.
    To form comparatives: P. and V. μᾶλλον.
    With numerals: Ar. and P. πλεῖν.
    More that half were found to be Carians: P. ὑπὲρ ἥμισυ Κᾶρες ἐφάνησαν (Thuc. 1, 8).
    More zealous than wise: V. πρόθυμος μᾶλλον ἢ σοφωτέρα (Eur., Med. 485).
    With more zeal than love: V. προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως (Æsch., Ag. 1591).
    More worthy that rich: P. βελτίων ἢ πλουσιώτερος (Lys. 153).
    All the more: P. and V. τοσούτῳ μᾶλλον, τοσῷδε μᾶλλον.
    The more I believe, the more I am at a loss what to do: P. ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ ὅτι χρήσωμαι (Plat., Rep. 368B).
    Doing things that it is a great disgrace even to speak of, much more for respectable people to perpetrate: P. τοιαῦτα ποιοῦντες ἃ πολλὴν αἰσχνην ἔχει καὶ λέγειν μὴ ὅτι γε δὴ ποιεῖν ἀνθρώπους μετρίους (Dem. 1262).
    Many times more, adj.: P. πολλαπλάσιος.
    More and more: P. ἐπὶ πλέον, V. μᾶλλον μᾶλλον (Eur., I.T. 1406).
    Further: P. and V. ἔτι, πέρα, περαιτέρω.
    Longer: P. and V. ἔτι.
    No more, no longer: P. and V. οὐκέτι, μηκέτι.
    No more of this: P. οὕτω περὶ τούτων, ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί; see so much for that under much.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > More

См. также в других словарях:

  • ἥμισυ — ἥμισυς half masc voc sg ἥμισυς half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡ ἀρχὴ ἥμισυ παντός. — ἡ ἀρχὴ ἥμισυ παντός. См. Доброе начало половина дела полдела откачало …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀρχὴ γὰρ λέγεται μὲν ἥμισυ παντὸς ἐν ταῖς παροιμίαις ἔργον. — См. Доброе начало половина дела полдела откачало …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πλέον ἥμισυ παντός. — См. Половина больше целого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θἤμισυ — ἥμισυ , ἥμισυς half masc voc sg ἥμισυ , ἥμισυς half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὤμισυ — ἥμισυ , ἥμισυς half masc voc sg ἥμισυ , ἥμισυς half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χἤμισυ — ἥμισυ , ἥμισυς half masc voc sg ἥμισυ , ἥμισυς half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»