-
1 ἀκμή
ἀκμή, ἡ (ἀκή, acies), 1) die Spitze, Schärfe; ἐπὶ ξυροῠ ἀκμῆς, sprichw., auf der Schärfe des Scheermessers, im entscheidenden Moment, Il. 10, 173 νῠν γὰρ δη πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῠ ἵσταται ἀκμῆς ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεϑρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι (ἅπαξ εἰρημ.); Ariston. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῠ τὰ πράγματα ἡμῶν τριχὸς ἤρτηται, ὅ ἐστιν ἐν ἐσχάτῳ κινδύνῳ ἐστὶν καὶ ἐπὶ ὀξύτητος κινδύνων, μεταφορικῶς; – ἐπὶ ξ. ἀκ. ἔχεσϑαι Her. 6, 11; Theogn. 557; ἀκμη κερκίδων Soph. Ant. 964; βελέων Phil. 1036; φασγάνων Eur. Or. 1469; Pind. P. 9, 84; ἔγχεος N. 6, 54, λόγχας 10, 60; Eur. Suppl. 316; Plut. Aemil. 19; ὅπλων Pol. 15, 16, 3; τριαίνης Luc. merc. cond. 3. Von den Extremitäten des Körpers, ποδῶν ἀκμαί Soph. O. R. 1034; κεράτων Ael. H. A. 10, 10; Soph. sagt sogar ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, die Spitzen beider Hände, O. R. 1243. Bei Eur. Bacch. 1159 sind ἔμπυροι ἀκμαί Flammenspitzen. – 2) die höchste Blüthe u. Kraft, ἥβης Soph. O. R. 741; ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; τῶν νέων Ar. Eccl. 720; σώματος Plat. Rep. V, 461 a; ἄνϑης Phaedr. 230 d; βίου Xen. Cyr. 7, 2, 20. Dah. οἱ ἐν ἀκμ ῇ, die im besten Jünglingsalter, Pol. 6, 37, 9; ἀνὴρ ἀνϑοῠσαν ἀκμὴν ἔχων Isocr. 5, 10; ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, entgegengesetzt dem παῖδες ὄντες, 7, 57. Uebh. Kraft, χερῶν Aesch. Pers. 1017; vgl. Pind. Ol. 2, 69; δεινὰ Θησειδᾶν ἀκμή Soph. O. C. 1068; τοῦ ναυτικοῠ Thuc. 8, 46; ὀλίγη ἀκμὴ πληρώματος 7, 14, wenige kräftige Mannschaft auf den Schiffen; πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι, ehe das Getreide reif war; ἀκμ ή ϑέρους Xen. Hell. 5, 3, 19, Hochsommer; ἦρος Pind. P. 4, 64; χειμῶνος Arr. 1, 24, 8. – 3) Die rechte, angemessene Zeit, Plat. Def. 414 a καιρὸς χρόνου ἀκμη πρὸς τὸ συμφέρον; ἢν δ' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς Alex. Ath. IX, 379 c (v. 10); ἀκμή σοι φιλοσοφεῖν Isocr. 1, 3; καιρῶν ἀκμῆς τυχεῖν, den rechten Augenblick treffen, 2, 33; παριέναι, διαφϑείρειν Plat. Rep. V, 460 a; Plut. Nic. 14; mit dem inf. Aesch. Pers. 399 Ag. 1326; Soph. El. 1330; ἀκμή ἔργων, rechte Zeit zum Handeln, El. 22; ἕδρας, zum Sitzen, Ai. 798; λόγων Phil. 12; vgl. Ar. Plut. 255; Plut. oft, z. B. πράξεων Nic. 14; εἰς ἀκμὴν ἐλϑεῖν. zur rechten Zeit kommen, Eur. Herc. Fur. 526; πρὸς γάμων ἥκειν ἀκμάς, zu dem Punkte kommen, wo man heirathen soll, Soph. O. R. 1492; νῠν ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν, zum entscheidenden Augenblick, Dem. 4, 41. – 4) der höchste Grad einer Sache, δόξης Thuc. 2, 42; vgl. 7, 14. 8, 46; ὀξυτάτη δρόμου ἀκμή Plat. Rep. V, 460 c; μάχης Plut. Caes. 6; Pind. P. 1, 11 ἐγχέων, Speerkampf; πάϑους Luc. Abdic. 16.
См. также в других словарях:
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
ηβώ — (Α ἡβῶ, άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) [ήβη] 1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.) 2. βρίσκομαι στην ακμή τής ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ ἡβῶν» άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή τής… … Dictionary of Greek
παρηβώ — άω / παρηβῶ, άω, ΝΑ [πάρηβος] περνώ την ακμή τής ηλικίας μου και αρχίζω να γερνώ αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή τής ήβης 2. μτφ. α) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, περνώ β) (για το κρασί) χάνω την δύναμή μου, εξασθενώ, ξεθυμαίνω … Dictionary of Greek
ενηβώ — ἐνηβῶ, άω (Α) [ένηβος] 1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου 2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος) 3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι 4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης … Dictionary of Greek
πρωθήβης — ὁ, ΜΑ, και τ. θηλ. πρωθήβη και πρωθῆβις, ήβεως, Α αυτός που βρίσκεται στην πρώτη ακμή τής ήβης, που διανύει την αρχή τής εφηβικής ηλικίας, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἥβη] … Dictionary of Greek