-
81 жалеть
жалеть λυπούμαι, πονώ я \жалетью, что... λυπούμαι που...* * *λυπούμαι, πονώя жале́ю, что... — λυπούμαι που...
-
82 жить
жить ζω κατοικώ, μένω, διαμένω (проживать) я живу в Москве ζω στη Μόσχα где вы живёте? πού μένετε; я живу на улице Горького μένω στην οδό Γκόρκι* * *ζω; κατοικώ, μένω, διαμένω ( проживать)я живу́ в Москве́ — ζω στη Μόσχα
я живу́ на у́лице Го́рького — μένω στην οδό Γκόρκι
-
83 задний
-
84 заставить
заставить, заставлять αναγκάζω υποχρεώνω (обязать) простите, что заставил себя долго ждать με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε* * *= заставлятьαναγκάζω; υποχρεώνω ( обязать)прости́те, что заста́вил себя́ до́лго ждать — με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε
-
85 кстати
кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;* * *1.( уместно) (ακριβώς) στην ώραприйти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα
2.вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή
вводн. Словогде он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός
-
86 лежать
лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;* * *1) πλαγιάζω, ξαπλώνω2) ( находиться) βρίσκομαιлежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο
где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου
-
87 мы
мы (нас, нам, нами, о нас) εμείς· мы готовы είμαστε έτοιμοι* нас не было дома δεν είμαστε σπίτι; у, нас есть... έχουμε....* у нас нет... δεν έχουμε...' не забывайте нас μη μας ξεχνάτε' дайте нам два билета δώστε μας δυο εισιτήρια' где нам выходить? ( από) πού πρέπει να βγούμε; приходите к нам ελάτε σ' εμάς' пойдёмте с нами ελάτε μαζί μας' вы довольны нами? Είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας); это принадлежит нам αυτό μας ανήκει* он вам расскажет о нас θα σας μιλήσει για μας* * *(нас, нам, нами, о нас)мы гото́вы — είμαστε έτοιμοι
нас не́ было до́ма — δεν είμαστε σπίτι
у нас есть… — έχουμε…
у нас нет… — δεν έχουμε…
не забыва́йте нас — μη μας ξεχνάτε
да́йте нам два биле́та — δώστε μας δυο εισιτήρια
где нам выходи́ть? — (από) πού πρέπει να βγούμε
приходи́те к нам — ελάτε σ'εμάς
пойдёмте с на́ми — ελάτε μαζί μας
вы дово́льны на́ми? — είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας)
э́то принадлежи́т нам — αυτό μας ανήκει
он вам расска́жет о нас — θα σας μιλήσει για μας
-
88 настолько
настолько τόσο, σε τέτοιο βαθμό* я \настолько устал, что... τόσο κουράστηκα που...* * *τόσο, σε τέτοιο βαθμόя насто́лько уста́л, что… — τόσο κουράστηκα που…
-
89 наш
наш (наша, наше, наши) ( δικός) μας· где \наши места? Πού είναι οι θέσεις μας; вот \наш дом να το σπίτι μας· это \наша книга είναι το βιβλίο μας· это \наше место είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας· это \наши дети είναι τα παιδιά μας* * *(наша, наше, наши)где наши места́? — πού είναι οι θέσεις μας
вот наш дом — να το σπίτι μας
э́то наша кни́га — είναι το βιβλίο μας
э́то наше ме́сто — είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας
э́то наши де́ти — είναι τα παιδιά μας
-
90 невзирая
-
91 негде
негде: \негде сесть δεν υπάρχει θέση· мне \негде сесть δεν έχω πού να καθήσω* * *не́где сесть — δεν υπάρχει θέση
мне не́где сесть — δεν έχω πού να καθήσω
-
92 некуда
некуда: мне \некуда положить (что-л.) δεν έχω πού να βάλλω (или θέτω) ( κάτι)* * *мне не́куда положи́ть (что-л.) — δεν έχω πού να βάλλω ( или θέτω) (κάτι)
-
93 неоткуда
неоткуда από πουθενά* мне \неоткуда взять (что-л.) δεν έχω από πού να πάρω ( κάτι)* * *мне не́откуда взять (что-л.) — δεν έχω από πού να πάρω (κάτι)
-
94 несмотря
-
95 огорчить
огорчить πικραίνω, προξενώ λύπη· я огорчён тем, что... λυπούμαι που... \огорчиться πικραίνομαι* * *πικραίνω, προξενώ λύπηя огорчён тем, что… — λυπούμαι που...
-
96 рад
рад: очень \рад! χαίρω πολύ! \рад вас видеть χαίρομαι που σας βλέπω* * *о́чень рад! — χαίρω πολύ!
рад вас ви́деть — χαίρομαι που σας βλέπω
-
97 случай
случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность)· удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη* * *м1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικόнесча́стный слу́чай — το δυστύχημα
2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)удо́бный слу́чай — η ευκαιρία
упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία
предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία
по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία
3) ( случайность) η τύχη••при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…
ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση
на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο
по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…
на слу́чай — στην τύχη
-
98 сожалеть
сожалеть λυπούμαι· συμπονώ (сочувствовать)' я очень \сожалетью, что... λυπούμαι πολύ που...* * *λυπούμαι; συμπονώ ( сочувствовать)я о́чень сожале́ю, что... — λυπούμαι πολύ που...
-
99 я
я (меня, мне. мной, мною, обо мне) εγώ; я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω; у меня есть (нет)... ( δεν) έχω...· для меня για μένα; дайте мне... δώστε μου...· это мне? είναι για μένα; это принадлежит мне αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ' εμένα; возьмите меня с собой πάρτε με μαζί σας; он мною доволен είναι ευχαριστημένος μαζί μου;. он расскажет вам обо мне θα σας μιλήσει για μένα* * *(меня, мне, мной, мною, обо мне)я рад вас ви́деть — χαίρω που σας βλέπω
у меня́ есть (нет)... — (δεν) έχω…
для меня́ — για μένα
да́йте мне... — δώστε μου…
э́то мне? — είναι για μένα
э́то принадлежи́т мне — αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ'εμένα
возьми́те меня́ с собо́й — πάρτε με μαζί σας
он мно́ю дово́лен — είναι ευχαριστημένος μαζί μου
он расска́жет вам обо мне́ — θα σας μιλήσει για μένα
-
100 вот
вотчастица1. (указательная) νά, ἰδού:\вот где я живу́ νά ποῦ κατοικώ, νά ποῦ μένω· \вот как было Дело νά πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεση· \вот это, вот эта αὐτό, αὐτη·2. (в заключение) νά, ιδού:\вот и все αὐτό ήτανε ὀλο· \вот и готово Ετοιμο·3. (в восклицании) καί, νά:\вот так неожиданность! ἄλλο ἀναπάντεχο καί τοϋτο!· \вот как! ὡστε ἔτσι λοιπόν!· \вот и отлично! περίφημα!· \вот и мы! νἄμαστε καί μεῖς!·4. (при логическом ударении):\вот вас-то мне и надо ἐσάς ἀκριβῶς ζητούσα! \вот этого я вам не обещаю αὐτό δέν σας τό ὑπόσχομαι· ◊ \вот так! (одобрение) ἐτσι μπράβο!· \вот еще! (несогласие) νάτα μας!
См. также в других словарях:
πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο … Dictionary of Greek
ποῦ — πού enclitic indeclform (adverb) ποῦ where? indeclform (interrog) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πού — που , πού enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
που — πού enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… … Dictionary of Greek
πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
που(τ)τί — το, Ν το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
ούτι που — οὔτι που ή οὔ τί που (Α) υποθέτω όχι, όχι βέβαια («οὔτι που οὖτος Ἀπόλλων», Πινδ.) … Dictionary of Greek
η που — ἤ που (Α) ή ίσως, παρά ίσως … Dictionary of Greek