Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἤδη+μέν+ποτε

  • 1 Now

    adv.
    At the present moment: P. and V. νῦν, τὸ νῦν, τὰ νῦν, νυν (Eur., Supp. 306, but rare V. also Ar.).
    Just now: P. and V. νῦν, ἄρτι, ἀρτίως, νέον, νεωστ; see under Just.
    Already: P. and V. ἤδη.
    As things are: P. and V. νῦν.
    Now... then: Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μέν... ποτὲ δέ, P. and V. τότε... ἄλλοτε.
    Now and then, sometimes: P. ἔστιν ὅτε, P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε.
    Till now: see Hitherto.
    As connecting particle: P. and V. οὖν, μὲν οὖν, γαρ.
    Come now: P. and V. φέρε, φέρε δή, γε, εἶα, εἶα δή.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Now

  • 2 Before

    prep.
    Of place: P. and V. πρό (gen.), πρόσθεν (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), Ar. and P. ἔμπροσθεν (gen.), V. προς (gen.), προιθε (gen.), προιθεν (gen.), πρόσθε (gen.).
    Of time: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθεν (gen.) (also Xen. but rare P.), πρόσθε (gen.), προς (gen.), προιθεν (gen.), προιθε (gen.).
    Of preference or superiority: P. and V. πρό (gen.), ἐππροσθεν (gen.), V. προς (gen.), πρόσθε (gen.), προιθεν (gen.), προιθε (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.).
    In the presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).
    Into the presence of: P. and V. παρ (acc.), ὡς (acc.).
    Appear before (a judge, etc.): P. and V. εἰσέρχεσθαι εἰς or πρός (acc.).
    (Speak, plead) before: P. and V. ἐν (dat.).
    Leochares is the cause of my speaking before you: P. αἴτιος μέν ἐστι Λεωχαρὴς τοῦ... ἐμὲ λέγειν ἐν ὑμῖν (Dem. 1080).
    The citizens will become beller with this as an example before them: P. τούτῳ παραδείγματι χρώμενοι βελτίους ἔσονται οἱ πολῖται (Lys. 140).
    The day before: P. τῇ προτεραίᾳ (gen. or absol.).
    On the day before the trial: P..τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης (Plat., Phaedo, 58A).
    Before heaven ( in adjurations): P. and V. πρὸς θεῶν.
    ——————
    adv.
    Of place: P. and V. πρόσθεν, ἐππροσθεν, P. ἔμπροσθεν.
    Of time: P. and V. πρόσθεν, πρίν, τὸ πρίν, πρὸ τοῦ, πρότερον, P. ἔμπροσθεν, Ar. and V. προς, V. προιθεν τὸν πρὸ τοῦ χρόνον.
    Formerly, long ago: P. and V. πλαι, πλαι ποτέ; see Formerly.
    Already: P. and V. ἤδη.
    Hitherto: P. and V. εἰς τὸ νῦν, P. μέχρι τοῦ νῦν; see Hitherto.
    ——————
    conj.
    P. and V. πρν, Ar. and P. πρότερον ἤ, πρότερον πρν.
    The day before he set sail: P. τῇ προτεραίᾳ ἢ ἀνήγετο (Lys. 153).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Before

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»