-
1 επιπαρειμι
I[εἰμί]1) (с кем-л.) быть вместе, находиться рядомᾔσθοντο τοὺς μετ΄ Ἀριστέως ἐπιπαρόντας Thuc. — они узнали, что войско Аристея близко
2) быть на месте, присутствоватьἄλλου τινὸς ἐπιπαρόντος Luc. — если присутствовал кто-л. другой
II[εἶμι] воен.1) прибывать, являться (на место)εἴ που δέοι τι τῆς φάλαγγος, ἐπιπαρῇσαν οὗτοι (v. l. ἐπιπαρῆσαν - к ἐπιπάρειμι 1) Xen. — если где-л. возникала какая-л. надобность в фаланге, они становились на (свои) места
2) проходить, обходить(τὸ στρατόπεδον Thuc.; κατὰ πρόσωπον τὰς τάξεις Polyb.)
3) проходить вдоль, идти параллельноπορευόμενοι οἱ μὲν τῇ ὁδῷ κατὰ τοὺς γηλόφους, οἱ δὲ κατὰ τὸ ὄρος ἐπιπαριόντες Xen. — причем одни двигались по дороге вдоль холмов, другие же следовали параллельно (первым) вдоль горы
4) подступать, заходить сбоку, нападать с фланга5) приходить на помощь -
2 οικειος
Iион. οἰκήϊος 31) домашний, хозяйский(δούρατα ἁμάξης Hes.)
2) родственный, находящийся в родстве(ἀνήρ Her.)
3) дружеский, дружественный(οἰκειότατος καὴ ἑταιρότατος Plat.)
4) союзный(πόλεις Xen.)
5) семейный, свой собственный, родной(ἄρουραι Pind.; σταθμά Aesch.; χθών Soph.)
πένθος οἰκεῖον Soph. — семейное горе;οἰ. ἢ ΄ξ (= ἐξ) ἄλλου τινός ; Soph. — собственный или чужой?6) личный, частныйοἰκεῖον κίνδυνον ἔχειν Thuc. — подвергаться личной опасности;οἰκεία ξύνεσις Thuc. — природный ум7) внутренний, междоусобный(πόλεμος Thuc.)
8) особый(προοίμιον Plat.)
οἰκεῖον τῆς διαλεκτικῆς Arst. — особенность диалектики9) подходящий, годный, достойный, подобающий(οὔτε καλὸς οὐδ΄ οἰ. Her.)
οἰκειότερος καιρός Polyb. — более подходящий случай;οἰ. κατάγελως Men. — достойный смеха10) собственный, подлинныйοἰκεῖον ὄνομα Arst. — слово в собственном смысле - см. тж. οἰχεῖον
IIὅ родственник, родич Thuc., Plat. -
3 δεχομαι
ион. δέκομαι (fut. δέξομαι, pf. δέδεγμαι)1) принимать, получатьδέξασθαι χρυσόν τινος Hom. — получить золото от кого-л., тж. предать кого-л. за золото;2) принимать внутрь, поглощать(τροφήν Arst.)
3) впитывать(ἥ γῆ δέχεται ὕδωρ Arst.)
4) (вос)принимать, усваивать(γλυκύτητα Arst.)
μέ δ. τέν πρὸς τὸ εἰκὸς μίξιν Plut. — быть совершенно неправдоподобным5) оказывать (радушный) прием, давать приют, принимать как гостя(τινα ἐν δόμοισιν Hom. и δόμοις Soph., εἰς στέγος Soph. и στέγαις Eur., εἰς τέν πόλιν и τῇ πόλει Thuc.)
παῖδ΄ ἑὸν δέξατο κόλπῳ Hom. — (Андромаха) прижала своего ребенка к груди;ξυμμάχους τινὰς δ. Thuc. — принимать кого-л. в число союзников6) ( о богах) благосклонно принимать7) воспринимать, слышать8) воспринимать, (сочувственно или покорно) выслушивать(μύθων ὀμφάν Eur.; τὰς ἀκοὰς παρ΄ ἀλλήλων Thuc.)
δέξασθαι τοὺς λόγους Her., Thuc. — принять предложения;δέχει δέ τοῦτον τὸν λόγον ; Plat. — а ты-то согласен с этим учением?;μνήμῃ παρὰ τῶν πρότερον δεδέχθαι Thuc. — знать по устному преданию от предков;κῆρα δέξομαι Hom. — я готов принять смерть9) принимать к руководству(τὸ χρησθέν Her.; τὸ ῥηθέν Soph.)
τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Thuc. — быстро выполнять приказания10) принимать, понимать(ἀναγνοὺς αὐτὰ ὅπῃ βούλει δέξασθαι, ταύτῃ δέχου Plat.)
μέ ξυμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Soph. — не думай, что этот человек принесет тебе несчастье11) предпочитать(τι πρό τινος и μᾶλλον τι ἀντί τινος Plat.)
μᾶλλον δεξαίμην Plat. — я предпочел бы;ἐπὴ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ΄ ἂν ὑμῶν ; Plat. — чего только не отдал бы любой из вас (за это)?12) поджидать, выжидатьἐλεύσασθαί τινα δ. Hom. — ожидать чьего-л. прихода;
δεδεγμένος ὁππόθ΄ ἵκοιτο Theocr. — ожидая его прихода;δ. πόδα τινός Eur. — ожидать кого-л.13) встречать в боевой готовности, давать отпор, отражать(τινα ἐπιόντα δουρί Hom.; τοὺς πολεμίους Her., Thuc.)
οἱ, sc. πολέμιοι, οὐκ ἐδέξαντο Xen. — неприятель не выдержал натиска;εἰς χεῖρας δ. Xen. — принять рукопашный бой14) непосредственно следовать, примыкать(ἄλλος δ΄ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος Hes.)
δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ Hom. — беда следует за бедой (ср. «пришла беда - отворяй ворота»);ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Her. — тут же за проливом находится Артемисий -
4 αντιτυγχανω
получать или встречать вместо(τινὸς ἀπό τινος Thuc.)
ἐσθλὸς ἐὼν ἄλλου κρείττονος ἀντέτυχεν погов. Polyb. — случается и (великому) храбрецу встречаться с кем-л. похрабрее (его);ἀ. μάχας Pind. — попадать в сражение
См. также в других словарях:
μιμούμαι — (ΑΜ μιμοῡμαι, έομαι) [μίμος] 1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.) 2. (για ηθοποιό) υποδύομαι νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
BRACHMANES vel BRACHMANAE — BRACHMANES, vel BRACHMANAE Palladio Bragmanes, Indornm Gymnosophistae, quorum Princeps Dandamis erat tempore Alexandri Magni; Iarchas vero, quando Apollonius Tyaneus, discendi visendique studiô ad illos se contulerat. Hi simulacra contemnebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
FERA — ab Aeolico φὴρ, pro θὴρ, per excellentiam leo est, apud Sctiptores Arabes, Graeeosqueve, uti docet Sam. Bochart. Hierozoici Parte priore l. 3. c. 1. At apud Septentrionales, Fera, item Fera Regalis, ut in LL. Forestarium Canuti Regis, vulgo… … Hofmann J. Lexicon universale
παραληπτός — ή, όν, Α [παραλαμβάνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς 2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
προσφάγι — το / προσφάγιον, ΝΜΑ, και προσφάι Ν καθετί που τρώγεται με ψωμί ως συμπλήρωμά του (α. «τοῡ προσφαγίου ἡ μέριμνα κι ἡ λεῑψις τοῡ ψωμίου / τάς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν», Πρόδρ. β. «ὀσπρίου ἤ ἄλλου τινὸς προσφαγίου», Σχόλ. Αριστοφ … Dictionary of Greek
υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
στρατηγώ — στρατηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στραταγῶ και αιολ. τ. στροταγῶ, έω, Α [στρατηγός] είμαι στρατηγός, διοικώ στράτευμα αρχ. 1. (γενικά) είμαι αρχηγός στρατεύματος ή στόλου 2. (ειδικά στην Αθήνα) έχω το αξίωμα τού στρατηγού 3. (με αιτ. προσ.) α)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… … Dictionary of Greek