1 περινοστεω
(περὴ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.)
(ὥσπερ ἥρως Plat.)
ἢν μέ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. — если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым
Древнегреческо-русский словарь > περινοστεω