Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἡ+ὄχθη+ἡ+π

  • 21 левобережье

    ουδ.
    αριστερή όχθη.

    Большой русско-греческий словарь > левобережье

  • 22 наволок

    α. (δι,α λκ.)
    1. λειβάδι πλημμυριζόμενο• χαμηλή όχθη ποταμού.
    2. συννεφιά• ομίχλη.

    Большой русско-греческий словарь > наволок

  • 23 осесть

    осяду, осядешь, παρλθ. χρ. осл
    -ла, -ло, προστκ. осядь.
    1. καθιζάνω, κατακαθίζω• κατολισθαίνω• βουλιάζω•

    фунтамент осл το θεμέλιο κάθισε•

    земля -ла το χώμα έπαθε καθίζηση•

    у берега земля осела στην όχθη (ακτή) το χώμα κατολίσθησε.

    || (για έμψυχα) πέφτω αργά.
    2. κατακάθομαι•

    пыль -ла η σκόνη κατακάθησε.

    || (για ρύπη) κατακαθίζω, πηγαίνω στο βυθό.
    3. εγκατασταινομαι μόνιμα.

    Большой русско-греческий словарь > осесть

  • 24 отлогий

    επ., βρ: -лот, -а, -о, επικλινής, γυρτός, γερμένος• κατωφερής, -ρικός•

    отлогий берег επικλινής όχθη ή ακτή•

    отлогий склон κατωφέρεια•

    -с обеих сторон αμφικλινής.

    Большой русско-греческий словарь > отлогий

  • 25 подточить

    ρ.σ.μ. τροχίζω, ακονίζω ακόμα, πιο πολύ. || βλάπτω, φθείρω, τρώγω, διαβιβρώ-σκω•

    вода реки -ла скалистый берег το νερό του ποταμίου έφαγε τη βραχώδη όχθη•

    болезнь -ла его τον έφαγε η αρρώστεια•

    упало яблоко подточенное червем έπεσετα μήλο σκουληκοφαγωμένο.

    Большой русско-греческий словарь > подточить

  • 26 ползти

    ползу, ползшь, παρλθ. χρ. полз
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. έρπω, ερπύζω, σέρνομαι με την κοιλιά•

    червь ползт по земле το σκουλήκι σέρνεται στη γη•

    ползти вверх ανέρπω•

    ползти вокруг περιέρπω.

    2. μτφ. αργοκινούμαι, βραδυ-κινούμαι. || μεταδίνομαι αργά (για ήχους). || ρέω, χύνομαι, αργά.
    3. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω• περιελίσσομαι.
    4. ελίσσομαι, βαίνω ο-φιοειδώς (για δρόμο κ.τ.τ.).
    5. (για χρόνο)• περνώ, διαβαίνω αργά.
    6. ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι, βγαίνω, πέφτω. || πέφτω, ξεκόβομαι βαθμιαία• κατολισθαίνω•

    берег -зт η όχθη (ακτή) ξεκόβεται από λίγο-λίγο;

    7. ξεφτίζομαι. || χύνομαι από το φούσκωμα•

    тсто -зт из квашни το ζυμάρι χύνεται από το δοχείο.

    || (για βρέφη) μπουσουλώ, -ιζω.

    Большой русско-греческий словарь > ползти

  • 27 пологий

    επ., συγκρ. β. положе,• ομαλός (ως προς την κλίση)•

    пологий берег ομαλή ακτή ή όχθη•, пологий спуск ομαλή κατωφέρεια.

    Большой русско-греческий словарь > пологий

  • 28 правобережье

    ουδ. η δεξιά όχθη (ποταμού).

    Большой русско-греческий словарь > правобережье

  • 29 правый

    επ.
    1. δεξιός•

    правый глаз το δεξιό μάτι•

    -ая рука το δεξιό χέρι•

    правый берег η δεξιά όχθη.

    2. μτφ. συντηρητικών πολιτικών αρχών•

    правый человек δεξιός άνθρωπος•

    -ая партия δεξιό κόμμα•

    правый уклон δεξιά παρέκκλιση.

    ουσ., πλθ. -ые οι δεξιοί.
    εκφρ.
    - ая рука – το δεξί χέρι (ο άμεσος βοηθός).
    επ., βρ: прав
    -а, -о
    επ. κ. ουσ.
    1. δίκαιος.
    2. αθώος. || σωστός, ορθός.

    Большой русско-греческий словарь > правый

  • 30 противный

    επ. (γραπ. λόγος).
    1. αντικρινός, ο απέναντι•

    дом стоял на -ом берегу το σπίτι ήταν στη απέναντι όχθη.

    || αντίθετος•

    -ое течение αντίθετο ρεύμα•

    противный ветер αντίθετος άνεμος.

    || αντίπαλος, αντιμαχόμενος.
    2. ενάντιος, αντιτιθέμενος•

    -ое мнение αντίθετη γνώμη•

    действие -ое закону πράξη παράνομη.

    || (με δοτ.) αντιφατικός, αντινομικός•

    противный совести αντίθετος προς τη συνείδηση,

    3. ουσ. ουδ. -ое το ενάντιο, το αντίθετο•

    утверждать -ое υποστηρίζω το αντίθετο.

    εκφρ.
    в -ом случае – σε ενάντια περίπτωση.
    επ.
    βλ. отвратительный.

    Большой русско-греческий словарь > противный

  • 31 противоположный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. αντικρινός, ο απέναντι αντιμέτωπος αντικριστός•

    противоположный берег η απέναντι ή αντικρινή όχθη•

    -ые двери αντικριστές πόρτες.

    2. αντίθετος•

    -ые мнения αντίθετες γνώμες, αντιγνωμίες•

    -ые интересы αντίθετα συμφέροντα.

    Большой русско-греческий словарь > противоположный

  • 32 река

    -й, αιτ. реку, πλθ. реки, δοτ. рекам, οργν. реками, προθ. в реках θ.
    1. ποταμός, ποτάμι•

    берег -и η όχθη του ποταμού•

    реки текут в море τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα•

    река стала το ποτάμι, πάγωσε•

    река вскрылась το ποτάμι ξεπάγωσε•

    вниз по -е κατά τον ρουν του ποταμού•

    вверх по -θ αντίθετα προς τον ρουν του ποταμού•

    вскрытие -и παγετολυσία ή ξεπάγωμα του ποταμού•

    сплавная ή судоходная река πλωτός (πλευστός) ποταμός,

    μτφ. μεγάλη ποσότητα•

    реки крови ποτάμια αίμα•

    она проливала реки слз αυτή έχυνε ποτάμια δάκρυα,

    μτφ. κύλημα, διαρροή, πέρασμα•

    река жизни το κύλημα της ζωής.

    || μτφ. πλήθος, πληθώρα•

    -и народа μεγάλη κοσμοσυρροή.

    2. ως
    επίρ. -ой άφθονα•

    она льт слёзы -ой αυτή χύνει ποτάμια τα δάκρυα.

    εκφρ.
    река забвения – το ποτάμι Λήθη, τα νερά της λήθης (της λησμονιάς).

    Большой русско-греческий словарь > река

  • 33 речной

    επ.
    ποτάμιος, ποταμίσιος•

    речной песок ποταμίσιος άμμος•

    -ая вода ποταμίσιο νερό•

    -ая рыба ποταμίσιο ψάρι•

    речной берег η όχθη του ποταμού.

    Большой русско-греческий словарь > речной

  • 34 скалистый

    επ., βρ: -лист, -а, -о
    βραχώδης•

    скалистый берег βραχώδης ακτή ή όχθη.

    Большой русско-греческий словарь > скалистый

  • 35 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 36 яр

    -а, προθτ. на яру α. (διαλκ.). όχθη απόκρημνη.

    Большой русско-греческий словарь > яр

  • 37 Mound

    subs.
    Bank of earth: P. and V. χῶμα, τό, P. χοῦς, ὁ, πρόσχωσις, ἡ.
    Natural mound: P. and V. ὄχθη, ἡ (Xen.), Ar. and P. ὄχθος, ὁ.
    Barrow to mark a burial place: P. and V. τφος, ὁ, Ar. and V. τύμβος, ὁ, V. χῶμα, τό (rare P.), κολώνη, ἡ, πυρά, ἡ, Ar. and P. σῆμα, τό.
    Throw up a mound: P. χῶμα χοῦν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mound

  • 38 bük

    θάμνος στην όχθη ποταμού

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bük

  • 39 bord

    1) πλήρωμα
    2) κατάστρωμα
    3) άκρη
    4) χείλος
    5) ανάχωμα
    6) όχθη
    7) πλοίο

    Dictionnaire Français-Grec > bord

  • 40 rive

    1) όχθη
    2) ανάχωμα

    Dictionnaire Français-Grec > rive

См. также в других словарях:

  • ὄχθη — any height fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὀχθέω to be sorely angered pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀχθέω to be sorely angered imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθῃ — ὄχθη any height fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχθη — η (Α ὄχθη) 1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης 2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιά αρχ. 1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης 2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαι α)… …   Dictionary of Greek

  • όχθη — η 1. ακτή λίμνης ή ποταμού. 2. ακτή θάλασσας, ακροθαλασσιά, παραλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄχθαι — ὄχθη any height fem nom/voc pl ὄχθᾱͅ , ὄχθη any height fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχθῶν — ὄχθη any height fem gen pl ὀχθέω to be sorely angered pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθαις — ὄχθη any height fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθαισι — ὄχθη any height fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθαισιν — ὄχθη any height fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθην — ὄχθη any height fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθης — ὄχθη any height fem gen sg (attic epic ionic) ὀχθέω to be sorely angered imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»