-
1 ιατρικη
См. также в других словарях:
ἰητρικῇ — ἰατρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητρική — ἰατρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητρικῆι — ἰητρικῇ , ἰατρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)