Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἡ+ἡμίσεια

  • 1 ημισεια

        ἥ (sc. μοῖρα) половина
        

    (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.)

        ἐφ΄ ἡμισείᾳ Dem. — наполовину, пополам

    Древнегреческо-русский словарь > ημισεια

  • 2 ημισυς

         ἥμισυς
        ἡμίσεια, ἥμισυ, дор. ἅμισυς (ᾱ) составляющий половину, половинный
        

    (ἀριθμός Plat.; χρόνος Arst.)

        ἡμίσεες ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο Hom. — половина (троянцев) была отброшена к реке;
        τοὺς ἡμισέας τοῦ στρατοπέδου ἀποστέλλειν πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα Her. — отправить половину войска в Киферон;
        τὸ ἥμισυ τεῖχος Thuc. — половина (крепостной) стены;
        преимущ. в — именит. пад., но в роде и числе существительного, к которому относится:
        ὅ ἡ. τοῦ ἀριθμοῦ Plat. — половина числа;
        οἱ ἡμίσεις, τῶν ἄρτων Xen. — половина хлебов;
        αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν Thuc. — половина кораблей;
        ἥ ἀρχέ ἥμισυ παντός погов. Arst.начало - половина всего (дела)

    Древнегреческо-русский словарь > ημισυς

См. также в других словарях:

  • ἡμισείᾳ — ἡμισείᾱͅ , ἥμισυς half fem dat sg (doric ionic aeolic) ἡμισείᾱͅ , ἡμίσεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίσεια — ἥμισυς half fem nom/voc sg ἡμίσεια fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίσεια — η βλ. ήμισυς. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού επιθ. ήμισυς*] …   Dictionary of Greek

  • ἡμισείας — ἡμισείᾱς , ἥμισυς half fem acc pl ἡμισείᾱς , ἥμισυς half fem gen sg (doric ionic aeolic) ἡμισείᾱς , ἡμίσεια fem acc pl ἡμισείᾱς , ἡμίσεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίσει' — ἡμίσεια , ἥμισυς half fem nom/voc sg ἡμίσειαι , ἥμισυς half fem nom/voc pl ἡμίσειαι , ἥμισυς half fem nom pl ἡμίσεια , ἡμίσεια fem nom/voc sg ἡμίσειαι , ἡμίσεια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμισέω — ἡμίσεια neut nom/voc/acc dual ἡμίσεια neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμισέῳ — ἡμίσεια neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίσεον — ἡμίσεια neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… …   Dictionary of Greek

  • Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… …   Wikipedia

  • ημισειάζω — ἡμισειάζω (Α) βλ. ημισιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίσεια, θηλ. τού ήμισυς + ζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»