-
101 скафандр
το σκάφανδροводолазный - του δύτη, η στολή του δύτη- космический автономный (для выхода в открытый космос) η αυτόνομη διαστημική στολή (για δραστηριότητες έξω από το σκάφος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скафандр
-
102 скобка
(грам., мат.) η παρένθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скобка
-
103 снаружи
από έξω, έξωθεν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снаружи
-
104 термопауза
η θερμόπαυση, η επιφάνεια ανάμεσα στη μεσόσφαιρα και την εξώ-σφαιρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термопауза
-
105 довести
довести 1) (проводить) συνοδεύω· οδηγώ (сопровождать)' я вас доведу до... θα σας συνοδέψω ως (или μέχρι)...· 2) (до кокого-л. состояния) κάνω να...· \довести дело до* * *1) ( проводить) συνοδεύω; οδηγώ ( сопровождать)я вас доведу́ до... — θα σας συνοδέψω ως ( или μέχρι)
2) (до какого-л. состояния) κάνω να…довести́ де́ло до конца́ — αποτελειώνω, αποπερατώνω, ολοκληρώνω
довести́ до отча́яния — κάνω έξω φρενών
••довести́ до све́дения — ενημερώνω, πληροφορώ
-
106 беспамятство
беспамят||ствос1. (обморочное состояние) ἡ λιποθυμία:впадать в \беспамятствоство χάνω τίς αἰσθήσεις μου, λιποθυμῶ;2. (исступление):в \беспамятствостве (вне себя) ἔξω φρενών, ἐκτός ἐαυτοῦ. -
107 взбешенный
взбешенныйприч. φρενιασμένος, ἐξω φρενών, ἐξαγριωμένος. -
108 взорвать
взорва||тьсов ί. см. взрывать Γ2. перен (возмутить кого-л.) ἀγανακτώ κάποιον, ἐξερεθίζω, ἀναστατώνω, ἐξοργίζω:меня \взорватьло от возмущения ἐγινα ἔξω φρενών ἀπό τήν ἀγανάκτηση. -
109 внешне
внешн||енареч ἐξωτερικά, ἀπ' ἐξω, στήν δψη. -
110 вовне
вовненареч ἐξω, ἐκτός, στό ἐξωτερικό. -
111 возмутить
возмутитьсов, возмущать несов (выводить из себя) προκαλώ τήν ἀγανάκτηση, κάνω κάποιον ἔξω φρενών, ἐξοργίζω, ἐξαγριώνω· ◊ \возмутить покой χαλάω τήν ήσυχία. -
112 ворона
воронаж1. ἡ κουρούνα, ἡ κορώνη·2. (ротозей) разг ὁ χάχας, ὁ μποῦφος· ◊ \ворона в павлиньих перьях ἀπ' ἔξω κούκλα, ἀπό μέσα πανούκλα· белая \ворона σπάνιος ἀνθρωπος, σπάνιο φαινόμενο· пуганая \ворона куста боится погов. ὀποιος κάηκε στό χυλό, φυσάει καί τό γιαοῦρτι· ворон считать разг χάσκω, κυττάζω μέ ἀνοιχτό στόμα. -
113 воспылать
воспылатьсов· φλέγομαι, ἀναφλέγομαι, ἀνάβω, φλογίζομαι:\воспылать гневом ἀνάβω ἀπό θυμό, παραφέρομαι, γίνομαι ἐξω φρενών \воспылать любовью ἐρωτεύομαι φλογερά. -
114 выбегать
выбегатьнесов, выбежать сов βγαίνω τρέχοντας (или τρεχάτος), βγαίνω γρήγορα, πετιέμαι ἔξω. -
115 выбрасывать
выбрасыватьнесов1. ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ πετάω ἔξω (о волнах, море и т. п.)·2. (выпускать, исключать) βγάζω, διαγράφω· 3.:\выбрасывать товары на рынок разг ρίχνω τά ἐμπορεύματα στήν ἀγορά· ◊ \выбрасывать лозунг ρίχνω τό σύνθημα· \выбрасывать кого́-либо на у́лицу ρίχνω κάποιον στους πέντε δρόμους· \выбрасывать что́-л. из головы βγάζω ἀπ' τό μυαλό μου (или ἀπ' τό κεφάλι μου). -
116 выгонять
выгонятьнесов1. διώχνω, βγάζω ἔξω, (ἐκ)διώκω/ ἐκτοπίζω (из страны)! σκα-ρίζω (скот)·2. (добывать путем перегонки) ἀποστάζω, διυλίζω, λαμπικάρω. -
117 вызубривать
вызубриватьнесов, вызубрить сов разг ἀποστηθίζω, μαθαίνω ἀπ' ἔξω κι ἀνακατωτό. -
118 вылезать
вылезатьнесов, вылезть сов·1. βγαίνω, βγαίνω ἔξω, ἐξέρχομαι/ βγαίνω σερνόμενος (ползком)·2. (о волосах и т. п.) πέφτω/ μαδῶ (όψετ.) (о мехе)/ ξεφτίζω (άμ£Τ.) (о шерсти). -
119 выманивать
выманиватьнесов, выманить сов ἀποσπώ/ παίρνω μέ πονηριά (хитростью)/ παίρνω καλοπιάνοντας (лестью)/ ἐξαπατώ (обманом)/ βγάζω ἔξω, κάνω νά βγει (кого-л. из помещения). -
120 выносить
вы́носить Iсов см. вынашивать.выноси́ть IIнесов1. βγάζω ἐξω, κουβα-λῶ, μεταφέρω/ ἀποκομίζω (уносить)/ ἐκ-βράζω, ρίχνω (выбрасывать течением)-2. (на обсуждение) ὑποβάλλω, θέτω γιά συζήτηση·3. (решение) ἐκδίδω, βγάζω:\выносить приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση· \выносить резолюцию ἐκδίδω ἀπόφαση, παίρνω ἀπόφαση·4. перен (терпеть, выдерживать) ἀνέχομαι, ὑποφέρω, ὑπομένω, ἀντέχω:\выносить жару́ ὑποφέρω τή ζέστη· он не выносит шу́ток δέν σηκώνει ἀστεΐα· ◊ не \выносить кого́-л. δέν ὑποφέρω κάποιον· \выносить убеждение σχηματίζω τήν πεποίθηση· \выносить впечатление ἀποκομίζω ἐντύπωση.
См. также в других словарях:
έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔξω — out indeclform (adverb) ἔσσομαι sum. aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
έξω φρενών — περίφραση με σημασία επιθ. 1. (για πρόσωπα), που είναι έξω από τις φρένες του, έξω από τον εαυτό του, έξω από τη λογική, έξαλλος: Όταν τα άκουσε έγινε έξω φρενών. 2. (για πράγματα), εξωφρενικός, παράλογος, άνω ποταμών: Αυτά πουλες τώρα είναι έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Έξω Boυνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Έξω Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 331 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται 9 χλμ. Ν του οικισμού της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Έξω Διδύμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 76 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου … Dictionary of Greek
Έξω Λακκώνια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται 7 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου … Dictionary of Greek
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek
Έξω Μουλιανά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 356 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται προς τη βόρεια ακτή, 54 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek