Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ+ἔξω+θ

  • 121 темно

    темно: уже \темно σκοτείνιασε; (здесь) \темно (εδώ) είναι σκοτεινά· на дворе \темно έξω κάνει σκοτάδι
    * * *

    уже́ темно́ — σκοτείνιασε

    (здесь) темно́ — (εδώ) είναι σκοτεινά

    на дворе́ темно́ — έξω κάνει σκοτάδι

    Русско-греческий словарь > темно

  • 122 улица

    улица ж о δρόμος, η οδός; на \улицае στο δρόμο;' έξω (вне помещения) я живу на \улицае... μένω στην οδό...
    * * *
    ж
    ο δρόμος, η οδός

    на у́лице — στο δρόμο

    у́лица — έξω ( вне помещения)

    я живу́ на у́лице... — μένω στην οδό...

    Русско-греческий словарь > улица

  • 123 выводить

    выводить
    несов
    1. (откуда-л.) ἐξάγω, ἐκβάλλω, βγάζω ἔξω, ὀδηγῶ ἐξω/ ἀποκομίζω (уводить)/ ἀποσύρω (войска)·
    2. (исключать) βγάζω, διώχνω, ἀποβάλλω, ἀποπέμπω:
    \выводить из состава президиума βγάζω ἀπό τό προεδρείο·
    3. (уничтожать) ξερριζώνω (сорняки и т. п.)/ ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω (паразитов)/ βγάζω, καθαρίζω, ξελεκιάζω (пятна и т. п.)·
    4. (делать вывод) συμπεραίνω, συνάγω·
    5. (выращивать) μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ τά φυτά (растения):
    \выводить цыплят ἐκκολάπτω, ξεκλωσσώ· 6.:
    \выводить на орбиту τοποθετώ στήν τροχιά· ◊ \выводить из затруднения βγάζω ἀπό τή δυσκολία· \выводить из терпения кого́-л. κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· \выводить кого́-л. на свежую воду ξεσκεπάζω κάποιον, ξεμασκαρώνω, ἀποκαλύπτω· \выводить из строя а) воен. θέτω ἐκτός μάχης, καθιστώ ἀνίκανο, б) (привести в негодность) ἀχρηστεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выводить

  • 124 вылетать

    вылетать
    несов, вылететь сов
    1. πετῶ/ ἀναχωρώ μέ τό ἀεροπλάνο, ἀφίπτα-μαι (на самолете)·
    2. (стремительно выходить, выезжать) πετιέμαι ἔξω:
    он пу́лей вылетел из комнаты πετάχτηκε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο σάν σίφουνας· ◊ \вылетать из головы ξεχνῶ, λησμονώ ἐντελώς κάτι· вылететь в трубу́ φαλλίρησε, χρεωκόπη-σε· \вылетать из института (с работы) разг μέ διώχνουν ἀπό τή σχολή (από τή δουλειά).

    Русско-новогреческий словарь > вылетать

  • 125 выставлять

    выставлять
    несов
    1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:
    \выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·
    2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:
    \выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·
    3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:
    \выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·
    4. (на выставке) ἐκθέτω:
    \выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ
    5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:
    \выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·
    6. (проставлять) θέτω, βάζω:
    \выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·
    7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:
    \выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα.

    Русско-новогреческий словарь > выставлять

  • 126 выталкивать

    выталкивать
    несов βγάζω σπρώχνοντας, βγάζω πιέζοντας, σπρώχνω ἔξω/ βγάζω ἔξω (выгонять).

    Русско-новогреческий словарь > выталкивать

  • 127 двор

    двор
    я
    1. ἡ αὐλή, τό προαύλιο[ν], ὁ περίβολος:
    задний \двор ἡ πίσω αὐλή, τό ὀπισθαύλιο· проходной \двор ἡ ἀνοιχτή αὐλή·
    2. эк. (крестьянское хозяйство) τό ἀγροτικό[ν] νοικοκυριό:
    деревня в сто \дворо́в χωριό μ' ἐκατό σπίτια, χωριό μ' ἐκατό νοικοκυριά·
    3. (царский) ἡ αὐλή· ◊ постоялый \двор уст. τό χάνι, τό πανδοχείο· монетный \двор τό νομισματοκοπείο· птичий \двор τό κοτέτσι, ὁ ὀρνιθώνας· скотный \двор а) ὁ σταΰλος, τό ἀχοῦρι, б) τό βουστάσιο (коровник)· на \дворе́ (на улице) ἔξω· весна на \дворе Εφτασε ἡ ἀνοιξη· на \дворе мороз ἔξω κάνει παγωνιά· у него́ ни кола ни\двора εἶναι ἀστεγος, δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίναν быть (прийтись) не ко \двору́ δέν ταιριάζω.

    Русско-новогреческий словарь > двор

  • 128 извне

    извне
    нареч ἀπό ἔξω, δξωθεν, ἀπ· ἔξω, ἀπ' τό ἐξωτερικό.

    Русско-новогреческий словарь > извне

См. также в других словарях:

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔξω — out indeclform (adverb) ἔσσομαι sum. aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • έξω φρενών — περίφραση με σημασία επιθ. 1. (για πρόσωπα), που είναι έξω από τις φρένες του, έξω από τον εαυτό του, έξω από τη λογική, έξαλλος: Όταν τα άκουσε έγινε έξω φρενών. 2. (για πράγματα), εξωφρενικός, παράλογος, άνω ποταμών: Αυτά πουλες τώρα είναι έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Έξω Boυνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Έξω Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 331 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται 9 χλμ. Ν του οικισμού της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Έξω Διδύμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 76 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • Έξω Λακκώνια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται 7 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… …   Dictionary of Greek

  • Έξω Μουλιανά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 356 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται προς τη βόρεια ακτή, 54 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»