-
21 красотка
-и θ.1. χαριτωμένη (γυναίκα, κοπέλλα).2. παλ. ερωμένη, αγαπητικιά. -
22 люба
-ы θ. (λκ. ποίηση) αγαπητικιά, ερωμένη. -
23 любушка
-и θ. (λκ. ποίηση) αγαπητικιά, ερωμένη. -
24 милашка
-и α. κ. θ. (απλ.)1. χαριτωμένος, -η. || καλός, -ή•моя милашка καλέ μου.
2. αγαπημένη, ερωμένη. -
25 милка
-и θ.αγαπητικιά, ερωμένη. || προσηγ. καλή μου, χρυσή μου. -
26 милушка
-и θ.βλ. милочка. || αγαπητικιά, ερωμένη. -
27 наперсница
-ы θ. παλ.1. έμιΐιστη, αξιόπιστη, βάσιμη.2. ερωμένη, αγαπητικιά• πα-λακίδα, εταίρα. -
28 пассия
-и θ. παλ. η εκλεκτή της καρδιάς, η ερωμένη το βάσανο. -
29 подруга
-и θ.φίλη, φιλενάδα•школьная -σχολική φιλενάδα•
детская подруга παιδική φιλενάδα.
|| η σύζυγος ή ερωμένη. -
30 сударка
-и θ. (απλ.)1. κυρία, καλή μου.2. ερωμένη, αγαπητικιά. -
31 сутенёр
-а α.παράσιτος (συντηρούμενος απο ερωμένη ή πόρνη), αλφόνσος. -
32 твой
твоя, тво.1. κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου•твой дом το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)•
твоя книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)•
тво мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου).
|| σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος•у него твой нос αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου.
2. ουσ. ουδ. тво το δικό σου•тут общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικά σου, δικό μου.
3. ουσ, πλθ. -и οι δικοί σου, οι συγγενείς σου.4. ουσ. твой, твоя (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)• η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου).εκφρ.по -ему – α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κατά τη θέληση σου•пусть будет по -ему – ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου• - дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά•не - дело – δεν είναι δική σου δουλειά•- я берт – υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς•что твой – κ. παλ. на что твой όπως ο δικός σου. -
33 γνωτός
γνωτός (A), ή, όν (ός, όν S.OT 396), older and more correct form of γνωστός (Eust.400.26, 1450.62):—of things,A perceived, understood, known, Il.7.401, Od.24.182;γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι S.OT58
; [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν ib. 396.2 of persons, well-known,ἐκ κάρτα βαιῶν γ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ Id.Fr. 282
.------------------------------------γνωτός (B), ή,A kinsman, kinswoman, γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il.15.350; , cf. 22.234;γνωτὸν μητρυιῆς 13.697
; brother, A.R.1.53; sister,αὐτὴ.. γνωτή Nicaenet.1.9
, cf. Nonn.D.3.313, al.; also, = ἐρωμένη, Hsch. (Cf. Lett. znuots 'son-in-law, brother-in-law', Skt. jñātís 'relative'.) -
34 θερμαίνω
Aἐθέρμηνα Il.14.7
, etc., later : [tense] pf.τεθέρμαγκα Hsch.
s.v. κεχλίαγκα: [tense] pf. [voice] Pass.τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4
, Eust.1573.47, ([etym.] δια-) Hp.Vict.2.64: ([etym.] θερμός): —warm, heat,εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ.. Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7
;ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba. 679
, cf. A.Pers. 505;τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108
:—[voice] Med., cause to be warmed,τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37
(iii B.C.):—[voice] Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd. 63d; ; feel the sensation of heat, Pl.Tht. 186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11.2 metaph.,θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87
;ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc. 758
;σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc. 424
;σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra. 844
; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch. 990(1004);οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20
:—[voice] Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj. 478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El. 402.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαίνω
-
35 περιμάχητος
A fought about, fought for,ταῖσι φυλαῖς Ar.Av. 1404
; τοῖς πολλοῖς [ὕδωρ] Th.7.84 ; [πενία] ἥκιστα περιμάχητον not a thing one would fight for, X.Smp.3.9, cf. Pl.R. 521a, Lg. 678e ;δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. γεγενημένη Isoc.8.65
, cf. 7.24, 10.17 ; τὰ π. ἀγαθά such as are matters of contention, highly prized, Arist.EN 1169a21, cf. Pol. 1271b8, Rh. 1363a8, Epicur.Sent. Vat.45: [comp] Sup. - ότατος Isoc.9.40, Plu.Lyc.26 : in Ar.Th. 319, πόλις π., prob. with collat. sense of fought around, surrounded by battle.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιμάχητος
-
36 ἐράω
ἐράω (A), used in [voice] Act. only in [tense] pres. and [tense] impf. (which in Poetry are ἔραμαι, ἠράμην), [dialect] Ion. [full] ἐρέω Archil.25.3: [tense] impf.Aἤρων Hdt.9.108
, E.Fr. 161, Ar.Ach. 146:—[voice] Pass.,ἀντ-ερᾶται X.Smp.8.3
; opt.ἐρῷο Id.Hier.11.11
; inf.ἐρᾶσθαι Plu.Brut.29
, etc.; part. ἐρώμενος (v. infr.):— also [full] ἐράομαι, [ per.] 3sg.ἐρᾶται Plu.2.753b
, Philostr.Gym.48 ( ἐράασθε v. sub ἔραμαι): all other tenses will be found under ἔραμαι:—love, c. gen. pers., prop. of the sexual passion, to be in love with (οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..οὐδὲ πατὴρ θυγατρός X.Cyr.5.1.10
),ἤρα τῆς..γυναικός Hdt. 9.108
, etc.: c. acc. cogn.,ἐρᾶν ἔρωτα E.Hipp.32
, Pl.Smp. 181b : abs., ἐρῶν a lover, v.l. in Pi.O.1.80 (pl.), S.Fr.149.8 (pl.); opp. the beloved one,Hdt.
3.31, S.E.P.3.196 ;[ὁ] ἐρώμενος X.Smp.8.36
, Pl.Phdr. 239a, cf. Ar.Eq. 737 (pl.); τὸν ἐρώμενον αὐτοῦ, Lat. delicias ejus, Arist.Pol. 1303b23.2 without sexual reference, love warmly, opp.φιλέω, οὐδ' ἤρα οὐδ' ἐφίλει Pl.Ly. 222a
:—and in [voice] Pass.,ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο X.Hier.11.11
, cf. Plu.Brut.29 ;κινεῖ [τὸ οὗ ἕνεκα] ὡς ἐρώμενον Arist.Metaph. 1072b3
.II c. gen. rei, love or desire passionately,τυραννίδος Archil.25.3
;τερπνότατον τοῦ τις ἐρᾷ τὸ τυχεῖν Thgn.256
;μάχης ἐρῶν A.Th. 392
; ;ἀμηχάνων ἐρᾷς S.Ant.90
;πατρίδος ἐρᾶν E. Ph. 359
;οὗ ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ Pl.Smp. 200a
: and c. inf., desire to do, A.Fr.44.1 ;θανεῖν ἐρᾷ S.Ant. 220
;ἀποθανεῖν ἐρῶντες Hp. de Arte 7
; ;πληροῦσθαι Pl.Phlb. 35a
.------------------------------------ἐράω (B),A pour forth, vomit, ἐρᾶσαι· κενῶσαι, Hsch.: usu. in compds.,ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν A.Ag. 1599
, cf. ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συν-εράω. -
37 ἐράω
ἐράω, lieben, liebhaben, begehren, meist von leidenschaftlicher, sinnlicher Geschlechtsliebe; ὁ ἐρώμενος, der Geliebte; ἡ ἐρωμένη, die Geliebte; lieben in weiterer Bedeutung, Luft u. Gefallen an etwas haben, begehren; ἀμηχάνων, nach Unmöglichem trachtest du -
38 Beloved
adj.P. and V. φίλος. προσφιλής, ἐράσμιος (Plat. but rare P.), εὐφιλής, P. ἐραστός (Plat.), Ar. and P. ἀγαπητός.——————subs.P. and V. ὁ ἐρώμενος, ἡ ἐρωμένη.Favourite: P. and V. παιδικά, τά (Eur., Cycl. 584).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beloved
-
39 Charmer
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charmer
-
40 Enchantress
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enchantress
См. также в других словарях:
ἐρωμένη — ἐράομαι love pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres part pass fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐράω 2 pour forth pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμένῃ — ἐράομαι love pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres part pass fem dat sg (attic epic ionic) ἐράω 2 pour forth pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἐρώμενος fem dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
ερωμένιον — ἐρωμένιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ερωμένη) μικρή ερωμένη, τρυφερή αγάπη … Dictionary of Greek
καύκα — (I) η (Μ καύκα και καύκη) 1. το καυκί 2. κεφάλι, κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, ὁ «κούπα», με αλλαγή γένους]. (II) και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα) η ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, ὁ «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί … Dictionary of Greek
Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
ORITHYIA — I. ORITHYIA Marthesiae filia, Amazonum post matrem Regina, tum ob belli industriam, tum ob perpetuam virginitatem, conspicuam se, ac mirabilem praestitit. Haec ubi comperit, bellum, vim quoque sororibus suis illatam ab Hercule et Theseo, hortatur … Hofmann J. Lexicon universale
PELLEX — antiquis proprie ea dicta est, quae uxorem habenti nupsit, Fest. ut Concubina, quae caelibi viro, sine nuptiis cohabitat, Freinshemius Not. ad Curtium l. 3. c. 3. Huic poenam constituit Numa, Lege hâc: Pellex. aram. Iunonis. ne tangito. si.… … Hofmann J. Lexicon universale
Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν … Dictionary of Greek