-
1 προ-τροπή
προ-τροπή, ἡ, Ermunterung, Aufmunterung, Antrieb; ἃ προτροπὴν ἔχει τινὰ ἰσχυρὰν πρὸς τὸ προτρέπειν, Plat. Legg. XI, 920 b; u. so Folgde, wie Pol. 9, 10, 10; εἰ δή τις προτροπὴ ἐμπεσοῠσα εὐπειϑεστέρους παρέξει, Arr. An. 5, 28, ein Beweggrund.
См. также в других словарях:
ἐμπεσοῦσα — ἐμπίτνω fall upon aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπεσούσας — ἐμπεσούσᾱς , ἐμπίτνω fall upon aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐμπεσούσᾱς , ἐμπίτνω fall upon aor part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вълѣзти — ВЪЛѢЗ|ТИ (158), ОУ, ЕТЬ гл. 1. Войти: ти тако ѹже акы тать вълѣзъ лѹкавыи. ѹкрадеть ти д҃шьныи домъ. (εἰσελθών) Изб 1076, 116 об.; не бо ѥго видѣ двьрьми излѣзъша ни пакы двьрми вълѣзъша. ЖФП XII, 46б; Самъ же вълѣзъ въ келию Там. же, 62б; и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… … Dictionary of Greek