-
1 κυροω
1) утверждать, решать, постановлять(ἐπειδέ ἥ ἐκκλησία, κυρώσασα ταῦτα, διελύθη Thuc.; κεκυρωμένη διαθήκη NT.)
ἐκεκύρωτο συμβάλλειν Her. — решено было сразиться;πρὴν κεκυρῶσθαι σφαγάς Eur. — прежде, чем убийство было задумано2) осуществлять, исполнять(ταῦτα Her.; τήνδε φάτιν Aesch.)
κυρῶσαι ἀγαπέν εἴς τινα NT. — отнестись с любовью к кому-л.3) определять, назначать(τὸν γάμον Her.)
4) med. разрешать, выяснять(λόγῳ τὰ πάντα Plat.)
5) юр. решать(τήνδε δίκην Aesch.)
См. также в других словарях:
κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ … Dictionary of Greek