-
1 άρχων
-
2 τάξη
[-ις (-εως)] η1) порядок;σε αλφαβητική τάξη — по алфавиту, в алфавитном порядке;
ανακαλώ εις την τάξιν — призывать к порядку;
βάζω τάξη — наводить порядок;
βάζω σε τάξη — приводить в порядок;
ολα (είναι) εν τάξει — всё в порядке;
έλλειψη τάξης — анархия, беспорядок;
2) (общественный) класс; сословие;η εργατική τάξη — рабочий класс;
ιθύνουσα τάξη — правящий класс;
πάλη των τάξεων — классовая борьба;
κυρίαρχη (άρχουσα) τάξη — господствующий класс;
τρίτη τάξη — третье сословие;
τάξτών μικροαστών — мещанское сословие;
3) ряды, строй;πυκνή τάξη — сплочённые ряды;
στίς τάξεις τού στρατού — в (рядах) армии;
τον διαγράφω απ' τίς τάξεις — исключать кого-л. из рядов (партии, армии и т. п.);
4) биол отряд, класс;5) разряд; класс; тип;πρώτης τάξς — или πρώτης τάξέως — первокласный;
6) класс (в школе1);μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;
προβιβάζομαι στην δεύτερη τάξη — переходить во второй класс;
7) физиол, месячные, менструация;§ εν τάξει — ладно, согласен
См. также в других словарях:
ἄρχουσα — ἄρχω to be first pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχούσας — ἀρχούσᾱς , ἄρχω to be first pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀρχούσᾱς , ἄρχω to be first pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μαρκούζε, Χέρμπερτ — (Herbert Marcuse, Βερολίνο 1898 – ΗΠΑ 1979). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και του Φράιμπουργκ. Συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης έως το 1933, οπότε το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
αριστοκρατία — Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η… … Dictionary of Greek
γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek