-
1 αναρχία
ἀναρχίᾱ, ἀναρχίαlack of a leader: fem nom /voc /acc dualἀναρχίᾱ, ἀναρχίαlack of a leader: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀναρχίαι, ἀναρχίαlack of a leader: fem nom /voc plἀναρχίᾱͅ, ἀναρχίαlack of a leader: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αναρχια
ἥ2) неповиновение властям, беспорядок, произвол(ἀ. καὴ ἀταξία Xen.; ἀναρχίας μεῖζον οὐκ ἔστιν κακόν Soph.)
3) год без архонта (год правления 30 афинских тираннов, 1-й год 94-й олимпиады = 404 г. до н.э.) Xen. -
3 ἀναρχία
Βλ. λ. αναρχία -
4 ἀναρχίᾳ
Βλ. λ. αναρχία -
5 ἀναρχία
ἀναρχ-ία, ἡ,A lack of a leader, ἀναρχίης ἐούσης since there was no commander, Hdt.9.23;οὐκ ἐρεῖτ' ἀ. A.Supp. 906
.II lawlessness, anarchy,δημόθρους ἀναρχία Id.Ag. 883
, cf. Th.6.72;ἀ. καὶ ἀνομία Pl. R. 575a
; opp. ἐλευθερία, 560e;ἀ. καὶ ἀταξία Arist.Pol. 1302b29
; ἀ. δούλων καὶ γυναικῶν their independence, ib. 1319b28.III at Athens, a year during which there was no archon, X.HG2.3.1, Arist.Ath. 13.1.IV not holding office, Arr.Epict.3.20.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναρχία
-
6 αναρχία
η анархия; безвластие, безначалие -
7 αναρχία
ηAnarchie f -
8 αναρχία
[анархиа] ουσ. Θ. анархия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναρχία
-
9 αναρχία
[анархиа] ουσ θ анархия. -
10 ἀναρχία
ἀν-αρχία, Mangel an Befehlshabern, Herrenlosigkeit / bes. Ungehorsam gegen den Herrscher / übh. Mangel an geordneter Regierung, Anarchie. In Athen hieß so bes. das Jahr unter den 30 Tyrannen, wo kein Archon war -
11 αναρχία
anarşi, hükümetsizlik -
12 αναρχία
anarchie -
13 αναρχία
1) anarchia (f) rzecz.2) nierząd (m) rzecz. -
14 αναρχία
bezvládí -
15 αναρχία
anarchyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αναρχία
-
16 anarchie
αναρχία -
17 bezvládí
αναρχία -
18 anarchy
αναρχία -
19 anarchia
αναρχία -
20 αναρχίας
ἀναρχίᾱς, ἀναρχίαlack of a leader: fem acc plἀναρχίᾱς, ἀναρχίαlack of a leader: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀναρχία — ἀναρχίᾱ , ἀναρχία lack of a leader fem nom/voc/acc dual ἀναρχίᾱ , ἀναρχία lack of a leader fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρχίᾳ — ἀναρχίαι , ἀναρχία lack of a leader fem nom/voc pl ἀναρχίᾱͅ , ἀναρχία lack of a leader fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρχία — η 1. έλλειψη νόμιμης εξουσίας, ακυβερνησία: Ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, για ένα μικρό διάστημα, επικράτησε αναρχία. 2. ακαταστασία, αταξία: Στο σπίτι επικρατούσε αναρχία· ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. 3. αναρχισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
ἀναρχίας — ἀναρχίᾱς , ἀναρχία lack of a leader fem acc pl ἀναρχίᾱς , ἀναρχία lack of a leader fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρχίαν — ἀναρχίᾱν , ἀναρχία lack of a leader fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρχίαις — ἀναρχία lack of a leader fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρχίης — ἀναρχία lack of a leader fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρχικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην αναρχία ή απορρέει από την αναρχία 2. (γενικά) ο σχετικός με την αναρχία 3. (το αρσ. κ. το θηλ. ως ουσ.) ο αναρχικός, ή ο οπαδός του αναρχισμού βλ. λ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… … Dictionary of Greek
Anarchie(étymologie) — Étymologie du terme anarchie Le terme anarchie est un dérivé du grec « ἀναρχία » (« anarkhia »)[1]. Composé du préfixe a privatif an (en grec αν, « sans », « privé de ») et du mot arkhê, (en grec ἀρχή,… … Wikipédia en Français
Etymologie du terme anarchie — Étymologie du terme anarchie Le terme anarchie est un dérivé du grec « ἀναρχία » (« anarkhia »)[1]. Composé du préfixe a privatif an (en grec αν, « sans », « privé de ») et du mot arkhê, (en grec ἀρχή,… … Wikipédia en Français