-
1 στενη
ἡ (sc. χώρα) узкая полоса земли Thuc. -
2 στενὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στενὴ
-
3 στενός
η, ό[ν] 1) узкий, тесный;2) перен. близкий, тесный; — интимный, στενός φίλος — близкий друг;
στενοί συγγενείς — близкие родственники;
στενή σχέση — интимность;
έχω στενές σχέσεις — быть в близких, интимных отношениях;
3) перен. ограниченный, недалёкий;4) трудный, затруднительный;τα βρίσκω στενά — сталкиваться с трудностями, оказываться в затруднительном положении;
§ με τη στενή σημασία (της λέξης) — в узком смысле (слова)
-
4 εκτομη
ἥ1) вырезἐ. κρημνώδης καὴ στενή Plut. — узкая тропа, высеченная в скалах:τῆς γῆς ἐκτομαί Plut. — куски дерна;ἐκτομέν ἔχειν γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Plut. — иметь вид прерывистой спирали2) оскопление, кастрация Her., Plat., Arst. -
5 εντομη
-
6 ευπεριληπτος
-
7 δίοδος
η1) проход, проезд (действие); 2) прохождение (лучей и т. п.); 3) коридор; 4) теснина, ущелье; дефиле, проход; проезд; тропа;στενή δίοδος — узкий проход
-
8 συγγένεια
η1) родство (тж. перен.); близость; родственность;συγγένεια εξ αίματος ( — или ομαιμίας) — или φυσική ( — или κυρίως) συγγένεια — кровное родство;
συγγένεια εξ αγχιστείας ( — или κηδεστίας) — родство по браку;
στενή (μακρυνή) συγγένεια — близкое (дальнее) родство;
βαθμός συγγένειας — степень родства;
έχω συγγένεια με κάποιον — быть в родстве с кем-л. или быть сродни кому-л., быть родственником кого-л.;
πνευματική συγγένεια — а) духовное родство (крестника и крёстного); — б) духовная близость, родство душ;
συγγένεια χαρακτήρων — родственность натур;
συγγένεια ιδεών — родство идей;
πολιτική συγγένεια — некровное родство (между усыновлённым и усыновителем, опекуном и опекаемым);
2) мед. врождённость, врождённое свойство;§ χημική συγγένεια — химическое сродство
-
9 συνδέω
(αόρ. συνέδεσα и συνέδησα, παθ. αόρ. συνδέθηκα и συνεδέθην) μετ.1) связывать, привязывать, завязывать; 2) прям., перен. скреплять, соединять, присоединять;μας συνδέει στενή φιλία (τό κοινό συμφέρον) — нас связывает тесная дружба (общий интерес);
συνδέω τα τμήματα μηχανής — скреплять части машины;
3) полит, объединять;4) связывать, ставить в зависимость; ассоциировать;μην συνδέεις το ένα προς το άλλο — не нужно связывать одно с другим;
5) тех сцеплять;1) — связываться, привязываться, завязываться;συνδέομαι
2) прям., перен. скрепляться, соединяться, присоединяться;συνδέονται δι' όρκου — их связывает клятва;
3) полит, ассоциироваться, объединяться;4) тех сцепляться; 5) тех стыковаться -
10 συνεργασία
η1) сотрудничество; взаимодействие; коллегиальность; содружество;σε — или εν συνεργασία — в тесном сотрудничестве;
άρνηση της συνεργασίας — отказ от сотрудничества;
έχω συνεργασία — а) сотрудничать; — б) иметь деловую встречу;
εν στενή συνεργασία — в тесном взаимодействии;
2) кооперация (форма организации труда)
См. также в других словарях:
Στενή Δίρφυος — Ημιορεινός οικισμός (796 κάτ., υψόμ. 440 μ.), στην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές της Δίρφυος. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (26 τ. χλμ., 1.269 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Κάτω Στενή (466 κάτ.,… … Dictionary of Greek
Στενή — Ημιορεινός οικισμός (268 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Τήνου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (21 τ. χλμ., 546 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι έξι μικρότεροι οικισμοί, η Λιβάδα (8 κάτ., υψόμ. 370 μ.), η Μέση (40 κάτ … Dictionary of Greek
Στενή Βάλα — Οικισμός (142 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στο νησί Αλόννησος, της επαρχίας Σκοπέλου, του νομού Μαγνησίας … Dictionary of Greek
στενῇ — στενάζω sigh deeply fut ind mid 2nd sg (doric) στενάζω sigh deeply fut ind act 3rd sg (doric) στενός narrow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενή — στενός narrow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένη — στένος narrow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στένος narrow neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένῃ — στένω moan pres subj mp 2nd sg στένω moan pres ind mp 2nd sg στένω moan pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάτω Στενή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 233 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού, 31 χλμ. ΒΔ της πόλης της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων του νομού Ευβοίας … Dictionary of Greek
ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek