Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἡ+πρὶν+ἡμέρα

  • 1 επειμι

         ἔπειμι
        I
        [εἰμί] (impf. ἐπῆν, inf. ἐπεῖναι)
        1) (на чем-л., поверх чего-л. или у чего-л.) быть, находиться
        

    (τινι Hom., ἐπί τινος Her., Arph. и ἐπί τινι Her., Xen., Dem.)

        σῆμα δ΄ οὐκ ἐπῆν κύκλῳ Aesch. (никакого) знака на щите не было;
        κώπη δ΄ ἐλέφαντος ἐπῆεν Hom. — рукоятка была из слоновой кости;
        κόνις ἐπῆν Soph. — сверху лежал прах;
        γέφυρα ἐπῆν ἑπτὰ ἐζευγμένη πλοίοις Her.мост был наведен на семи судах

        2) (в чем-л. содержаться, чему-л.) быть свойственным, присущим
        

    (τινι Arph., Plat., Plut. и ἐπί τινι Arst.)

        ἐπῆν στύγος στρατῷ Aesch.скорбь охватила войско

        3) принадлежать
        4) досл. находиться над головой, нависать, перен. угрожать
        5) быть в наличии, быть известным
        6) причитаться, надлежать
        ὄφλουσι τιμωρίαι ἐπέστωσαν Plat.на признанных виновными пусть будут наложены наказания

        7) возглавлять, начальствовать
        

    (τίς ποιμάνωρ ἔπεστι; Aesch.)

        ἔπεστί σφι δεσπότης νόμος Her.у них (лакедемонян) господствует закон

        8) приходить, добавляться
        9) следовать (во времени), предстоять
        

    (ποινὰ ἐπέσται Aesch.; κέρδος ἐπέσται Arph.; τίς μοι τέρψις ἐπέσται; Soph.)

        οἱ ἐπεσσόμενοι (ἄνθρωποι) Her., Theocr., Plut.; — последующие поколения, потомки;
        ἀλλ΄ ἔτι πού τις ἐπέσσεται Hom.ведь кто-нибудь еще да останется

        II
        [εἶμι] (impf. ἐπῄειν - эп. 3 л. sing. ἐπήϊεν, fut. ἔπειμι, inf. ἐπιέναι)
        1) (к чему-л.) идти, подходить, приближаться
        

    (ἕδρης Hom.; τὸ ἄνωθεν ἐπιὸν ὕδωρ Arst.)

        τῆς θαλάσσης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ΄ ἐπιούσης Arst. — во время морского отлива или прилива;
        κελεύειν τινὰ ἐπιέναι Thuc.предложить кому-л. подойти (к трибуне), т.е. выступить с речью;
        τοῦτον τὸν τρόπον ἐ. Arst.подойти (к вопросу) следующим образом

        2) устремляться, бросаться
        

    (τινά Hom., Aesch. и τι Her., τινί Hom., Her., ἐπί τινα Her., Thuc., πρός τινα и πρός τι Thuc.)

        νάμα ἐπιόν Plat. — низвергающийся поток;
        τὸν ἐπιόντα δέξασθαι δουρί Hom. — встретить нападающего копьем;
        οἱ ἐπιόντες Her., Thuc., Arst.; — нападающие, противники, враги;
        τὸ νόσημα ἂν ἐπίῃ Plat. — если постигнет (случится) болезнь;
        ἐπῄει μοι γελᾶν Luc. — меня стал разбирать смех;
        πρίν μιν γῆρας ἔπεισιν Hom. — прежде, чем она не состарится

        3) ( о или во времени) приходить, приближаться, наступать, следовать
        

    (χειμὼν ἐπιών Hes.: νὺξ ἐπῄει Aesch.)

        ὅ ἐπιὼν χρόνος Xen., Plat., τὸ ἐπιόν Arst. и τοὐπιόν Aesch., Luc.; — предстоящее время, будущее;
        ἥ ἐπιοῦσα ἡμέρα Her., Xen.; — следующий (завтрашний) день;
        (ἅμα) τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ Xen. или τῇ ἐπιούσῃ Polyb., τῆς ἐπιούσης ἡμέρας Plat. и κατὰ τέν ἐπιοῦσαν (ἡμέραν) Polyb. — на следующий день, назавтра;
        ὅ ἐπιών Soph. — наследник, потомок;
        τῶν ἐπιόντων ἕνεκα Dem.ввиду предстоящих обстоятельств

        4) попадаться (навстречу), встречаться, случаться
        

    ἐπιών Soph. — первый встречный;

        οὑπιὼν ἀεὴ ξένος Eur. — любой из попадавшихся иноземцев;
        εἰ καὴ ἐπίοι αὐτῷ τοιοῦτον λέγειν Plat. — если ему и придет в голову сказать нечто подобное;
        ἂν ὑμῖν ὀρθῶς ἐπίῃ σκοπεῖν Dem. — если бы вам довелось правильно взглянуть (на дело);
        ὅ τι ἂν ἐπίῃ μοι Xen. — что ни придет мне в голову;
        τοὐπιόν Plat. — осенившая (вдруг) мысль, наитие

        5) проходить (вдоль, поперек, через), перен. обозревать, осматривать
        

    (ἀγροὺς καὴ βοτῆρας Hom.; στράτευμα Thuc.)

        ἐπιέναι τῇ μνήμῃ τι Luc.пробегать памятью что-л.

    Древнегреческо-русский словарь > επειμι

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»