-
1 περαια
ион. περαίη ἥ (sc. γῆ) страна, находящаяся по ту сторону, противолежащий край Plut.ἡ π. τῆς Βοιωτίης Her. — противоположный берег Беотии
-
2 περα
Iἥ Aesch. = περαία См. περαιαIIи πέρᾳ adv. (compar. περαίτερον и περαιτέρω)1) дальше, больше, свышеμέχρι τοῦ μέσου, π. δ΄ οὔ Plat. — до середины, но не дальше;
οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν τέν πόλιν Xen. — (лакедемоняне) прекратили осаду города;οὐκέτ΄ ἂν π. ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος Plat. — больше ты от меня ничего не услышишь;φράσῃς μοι μέ π. Soph. — не говори мне больше ничего;Ζεὺς εἴ με λυπήσει π. Arph. — если Зевс и впредь будет меня мучить;ἄπιστα καὴ π. Arph. — вещи невероятные и (даже) более того2) чрезвычайно, крайнеπ. παθεῖν Eur. — жестоко страдать;
οἵ τοι π. στέρξαντες, οἱ δὲ καὴ π. μισοῦσιν Arst. — кто сильно любит, тот сильно и ненавидитἈτλαντικῶν π. ὅρων Eur. — за атлантические пределы;
π. μεσούσης τῆς ἡμέρας Xen. — после полудня;π. μεδίμνου Isocr. — свыше медимна;τῶν πεντήκοντα π. γεγονότες Plat. — люди старше пятидесяти лет;π. τοῦ δέοντος Plat. — больше, чем нужно;τοῦ εἰκότος π. Soph. — больше обычного;π. τοῦ μεγίστου φόβου Plat. — с необычайным благоговением (досл. страхом) -
3 περαιη
-
4 περαιος
См. также в других словарях:
περαία — περαίᾱ , πέραιος on the further side fem nom/voc/acc dual περαίᾱ , πέραιος on the further side fem nom/voc sg (attic doric aeolic) περαίᾱ , περαίας mullet masc nom/voc/acc dual περαίᾱ , περαίας mullet masc voc sg (attic) περαίᾱ , περαίας… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίᾳ — περαίᾱͅ , πέραιος on the further side fem dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίας mullet masc dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίη fem dat sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱͅ , περαῖος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περαία — Sp Perėja Ap Περαία/Peraia L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
περαία — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (... κάτ., υψόμ. 640 μ.), στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στην ανατολική όχθη της λίμνης Βεγορίτιδας, στο νοτιοδυτικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (46 τ.… … Dictionary of Greek
Περαία — η η ανατολικά του Ιορδάνη ποταμού περιοχή της Παλαιστίνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέραια — πέραιος on the further side neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίας — περαίᾱς , πέραιος on the further side fem acc pl περαίᾱς , πέραιος on the further side fem gen sg (attic doric aeolic) περαίᾱς , περαίας mullet masc acc pl περαίᾱς , περαίας mullet masc nom sg (attic epic doric aeolic) περαίᾱς , περαίη fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίαι — περαίᾱͅ , πέραιος on the further side fem dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίας mullet masc dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίη fem dat sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱͅ , περαῖος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίαν — περαίᾱν , πέραιος on the further side fem acc sg (attic doric aeolic) περαίᾱν , περαίας mullet masc acc sg (attic epic doric aeolic) περαίᾱν , περαίη fem acc sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱν , περαῖος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίος — αία, ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α 1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινός («περαία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περαία (ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη… … Dictionary of Greek
ПЕРЕЯ — • Peraea, Περαία, название многих стран, лежащих на противоположной стороне водного пространства: 1. η̉ περαία τω̃ν ΄Ροδίων, южный берег Карии на протяжении 1.500 стадий по берегу моря (против острова Родоса): этим берегом уже… … Реальный словарь классических древностей