Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἡ+παρϑένος

  • 1 bakir

    παρθένος, παρθενικός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bakir

  • 2 maiden

    παρθένος

    English-Greek new dictionary > maiden

  • 3 дева

    дева
    ж
    1. поэт. ἡ παρθένα, ἡ παρθένος·
    2. астр. ἡ Παρθένος· ◊ старая \дева ἡ γεροντοκόρη.

    Русско-новогреческий словарь > дева

  • 4 Maid

    subs.
    P. and V. κόρη, ἡ, παῖς, ἡ, παρθένος, ἡ (Plat.), Ar. and V. νεᾶνις, ἡ.
    Little girl: Ar. μεῖραξ, ἡ, μειρακίσκη, ἡ.
    Unmerried girl: P. and V. παρθένος, ἡ (Plat.).
    Be maid, v.: V. παρθενεύεσθαι. See maid servant.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Maid

  • 5 Virgin

    subs.
    Girl: P. and V. παρθένος, ἡ, κόρη, ἡ, παῖς, ἡ, Ar. and V. νεᾶνις, ἡ; see Girl.
    Unmarried girl: P. and V. παρθένος, ἡ.
    Be a virgin, v.: V. παρθενεύεσθαι.
    ——————
    adj.
    Untouched: P. and V. κήρατος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Virgin

  • 6 дева

    астр. η Παρθένος (αστερισμός).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дева

  • 7 девственница

    девственн||ица
    ж ἡ παρθένα, ἡ παρθένος.

    Русско-новогреческий словарь > девственница

  • 8 девственный

    девственн||ый
    прил прям., перен παρθενικός, παρθένος:
    \девственныйый лес τό παρθένο δάσος· \девственныйая плева анат. ὁ παρθενικός ὑμήν.

    Русско-новогреческий словарь > девственный

  • 9 невинный

    невинн||ый
    прил
    1. (невиновный) ἀθῶος:
    \невинныйая жертва τό ἀθῶο θῦμα·
    2. (простодушный) ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἄδολος, ἀπονήρευτος·
    3. (безвредный) ἄκακος:
    \невинныйая шутка τό ἄκακο ἀστείο· \невинныйые удовольствия οἱ ἀθῶες διασκεδάσεις·
    4. (девственный) παρθένος, ἀγνός.

    Русско-новогреческий словарь > невинный

  • 10 нетронутый

    нетро́нут||ый
    прил
    1. ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἄγγιχτος / παρθένος, χέρσος (о природе, снеге и т. п.):
    \нетронутыйая еда ἀνέπαφο φαγητό·
    2. перен (чистый, целомудренный) ἀμόλυντος, ἀμίαντος, ἀκηλίδωτος.

    Русско-новогреческий словарь > нетронутый

  • 11 maiden

    ['meidən]
    (a (young) unmarried woman: the village maidens.) παρθένος,κορίτσι
    - maiden voyage

    English-Greek dictionary > maiden

  • 12 нетронутый

    [νιτρόνουτυϊ] επ. παρθένος, ανέπαφος

    Русско-греческий новый словарь > нетронутый

  • 13 нетронутый

    [νιτρόνουτυϊ] επ παρθένος, ανέπαφος

    Русско-эллинский словарь > нетронутый

  • 14 дева

    θ. παλ. δεσποινίδα, κορίτσι•

    пресвятая дева η Παρθένος•

    старая дева γεροντοκόρη.

    Большой русско-греческий словарь > дева

  • 15 девственник

    α.
    παρθένος (άντρας που δεν έχει συνουσιαστεί).

    Большой русско-греческий словарь > девственник

  • 16 девственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -венно.
    1. παρθενικός. || μτφ. παρθένος, αγνός, καθαρός, αδιάφθορος.
    2. άθιχτος μέχρι τώρα•

    -ые леса παρθένα δάση•

    -ая почва παρθένο έδαφος.

    εκφρ.
    - ая плева – παρθενικός υμένας.

    Большой русско-греческий словарь > девственный

  • 17 дикий

    επ., βρ: дик, дика, -дико.
    1. άγριος•

    -ая коза αγριόγιδα•

    -ая утка αγριόπαπια•

    виноград αγριόκλημα•

    -ая яблоня αγριομηλιά.

    || άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•

    -ие скалы άγρια βράχια.

    2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.
    3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•

    дикий нрав άγριο ήθος.

    4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•

    -ая боль φριχτός πόνος.

    5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•

    дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•

    -ая мысль άφρονη σκέψη.

    6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.
    7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•

    дикий камень γκρίζια πέτρα.

    εκφρ.
    - ое мясоπαλ. ιατρ. παρασάρκωμα.

    Большой русско-греческий словарь > дикий

  • 18 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 19 первобытный

    επ.
    1. πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωτογενής•

    -ое общество πρωτόγονη κοινωνία•

    первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•

    первобытный человек πρωτόγονος άνθρωπος.

    || μτφ. απαρχαιωμένος, πανάρχαιος, παμπάλαιος•

    -ая техника απαρχαιωμένη τεχνική.

    || μτφ. άγριος, καθυστερημένος, απολίτιστος•

    -ые нравы πρωτόγονα ήθη.

    2. άθικτος, παρθένος•

    -ая природа ддунглей η παρθένα φύση της ζούγκλας..

    3. αρχικός, πρωταρχικός.

    Большой русско-греческий словарь > первобытный

  • 20 целинный

    επ.
    άθικτος, παρθένος•

    -ые земли παρθένα εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > целинный

См. также в других словарях:

  • Παρθένος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — α, ο 1. ο αγνός, καθαρός, απείραχτος, άθιχτος: Εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα, που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση (Γ. Σεφέρης). 2. το θηλ., παρθένα η κόρη η αδιακόρευτη, η αχάλαστη, η αγνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παρθένω — Παρθένος masc nom/voc/acc dual Παρθένος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένω — παρθένος fem nom/voc/acc dual παρθένος fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …   Dictionary of Greek

  • ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …   Dictionary of Greek

  • Παρθένε — Παρθένος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένε — παρθένος fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθένοι — Παρθένος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»