-
1 kara
ξηρά, στεριά, (renk)μαύρος, μελανός -
2 чалить
-лю, -лишьρ.δ.μ. τραβώ σκάφος στην ξηρά• προσδένω στην ξηρά.τραβιέμαι προς την ξηρά• προσδένομαι στην ξηρά. -
3 суша
-
4 суша
су́ш||аж ἡ ξηρά, ἡ στεριά:на \сушае и на море στή ξηρά (или στή στεριά) καί στή θάλασσα. -
5 всухомятку
-
6 протоколировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. γράφω (κρατώ) πρακτικό, -ά, πράξη• γράφω, εγγράφω στα πρακτικά•протоколировать заседание κρατώ πρακτικά της συνεδρίασης.
2. περιγράφω ακριβώς και ξηρά (σαν σε πρακτικό).περιγράφομαι πιστά και ξηρά (σαν σε πρακτικό, στερεότυπα). -
7 сухо
1. επίρ. ξηρά.2. ως κατηγ. είναι ξηρασία• είναι ξηρός•по дороге было сухо ο δρόμος ήταν ξηρός•
во рту мне было сухо το στόμα μου ήταν στεγνό.
εκφρ.сухо насухо – τελείως ξηρά, κατάξηρα. -
8 вещество
η ύλη, η ουσία, το υλικόвзрывчатое - εκρηκτική -, το εκρηκτικόдиамагнитное - το διαμαγνητικό υλικό/ουσίαдубящее - δεψική -, τανινή -костное - см. остеинминеральное - ορυκτή -, η μεταλλική ουσίαосаждающее - της κατακρήμνισης, το μέσον κατακρήμνι-σηςотравляющее - η δηλητηριώδης/τοξική ουσίαохлаждающее - ψυκτική -, το ψυκτικόпарамагнитное - το παραμαγνητικό υλικό/ουσίαрадиоактивное - η ραδιενεργός ουσία/υλικόсерое - (мозга) анат. η φαιά ουσίαсмазочное - το λιπαντικό, η λιπαντική ουσίαтвёрдое - η στερεά ουσία/ύληферромагнитное - το σίδηρο μαγνητικό υλικό/ουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вещество
-
9 земля
1. (планета) η Γη 2. (грунт, почва) το έδαφος, το χώμα, η γη 3. (территория) το έδαφος, η επικράτεια 4. (поверхность) η επιφάνεια 5. (суша) η ξηρά, η στερεά/στεριά 6. (рад,. свз., эл.) η γη, η γείωσηснять - ю эл. εξαρμόζω τη γείωση7. мин.редкие - и οι σπάνιες γαίες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > земля
-
10 коррозия
η διάβρωσ/η, η σκωρίασηпредотвращать - ю προλαμβάνω/παρεμποδίζω τη -предотвращать распространение - и προλαμβάνω/παρεμποδίζω την επέκταση της - ηςнеравномерная - (протекающая с разнойскоростью) ανισομερής - (με διαφορετικήταχύτητα)сухая - ξηρά -, στεγνή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коррозия
-
11 паёк
η μερίδα (φαγητού), (воен.) το σι-τηρέσιοсухой - η ξηρά τροφή, το σιτηρέσιο εκστρατείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паёк
-
12 сухофрукты
τα ξηρά φρούτα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сухофрукты
-
13 суша
η ξηρά, η στεριά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суша
-
14 засушливый
засушливыйприл ξηρός, ἀνυδρος:\засушливый район ὁ ξερότοπος, ἡ ἄνυδρη περιοχή· \засушливый год ἡ ἄνυδρη χρονιά, τό ἔτος ξηρα-<π'ας. -
15 земля
земл||яж1. (планета) ἡ γή·2. (суша) ἡ ξηρά, ἡ στεριά·3. (почва) τό Εδαφος, τό χώμα, ἡ γῆ:плодородная \земля τό εὐφορο ἐδαφος, τά ἐϋφορα χώματα· целинные земли τά χέρσα ἐδάφη·4. (страна) ἡ γή, ἡ χώρα· ◊ сровнять с \земляей κατεδαφίζω, ἰσοπεδώνω· между иебом и \земляей μετέωρος· \земля обетованная ἡ γῆ τής ἐπαγγελίας. -
16 континент
континентм ἡ ήπειρος, ἡ ξηρά. -
17 amphibian
[æm'fibiən]1) (a creature that spends part of its life on land and part in water: Frogs are amphibians.) αμφίβιο2) (a vehicle designed to move on land or in the water.) όχημα ξηράς και θαλάσσης, αμφίβιο όχημα3) (an aircraft designed to fly from land or water.) αεροσκάφος με δυνατότητα προσγείωσης σε θάλλασα και ξηρά, αμφίβιο αεροσκάφος• -
18 ashore
[ə'ʃo:](on or on to the shore: The sailor went ashore.) στη ξηρά, στην ακτή -
19 land
[lænd] 1. noun1) (the solid part of the surface of the Earth which is covered by the sea: We had been at sea a week before we saw land.) ξηρά, στεριά2) (a country: foreign lands.) χώρα3) (the ground or soil: He never made any money at farming as his land was poor and stony.) έδαφος, γη4) (an estate: He owns land/lands in Scotland.) κτήμα2. verb1) (to come or bring down from the air upon the land: The plane landed in a field; They managed to land the helicopter safely; She fell twenty feet, but landed without injury.) προσγειώνω/-ομαι, προσεδαφίζω/-ομαι2) (to come or bring from the sea on to the land: After being at sea for three months, they landed at Plymouth; He landed the big fish with some help.) αποβιβάζομαι: βγάζω στη στεριά3) (to (cause to) get into a particular (usually unfortunate) situation: Don't drive so fast - you'll land (yourself) in hospital/trouble!) μπλέκω, καταλήγω•[-rouvə]
(a type of strong motor vehicle used for driving over rough ground.)
- landing- landing-gear
- landing-stage
- landlocked
- landlord
- landmark
- land mine
- landowner
- landslide
- landslide victory
- landslide
- landslide defeat
- land up
- land with
- see how the land lies -
20 landlocked
adjective (enclosed by land: a landlocked country; That area is completely landlocked.) που περιβάλλεται από ξηρά
См. также в других словарях:
ξηρά — ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηρός dry neut nom/voc/acc pl ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρᾷ — ξηρά fem dat sg (attic doric aeolic) ξηρός dry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρά — η (Α ξηρά) βλ. ξηρός … Dictionary of Greek
ξηρά — η γη, στεριά σε αντίθεση με τη θάλασσα: Ο στρατός της ξηράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξῆρ' — ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηραί , ξηρά fem nom/voc pl ξηρά , ξηρός dry neut nom/voc/acc pl ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηρέ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξήρ' — ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηραί , ξηρά fem nom/voc pl ξηρά , ξηρός dry neut nom/voc/acc pl ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηρέ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηράν — ξηρά̱ν , ξηρά fem acc sg (attic doric aeolic) ξηρά̱ν , ξηρός dry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηράς — ξηρά̱ς , ξηρά fem acc pl ξηρά̱ς , ξηρός dry fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρανάντων — ξηρᾱνάντων , ξηραίνω parch aor part act masc/neut gen pl (epic doric aeolic) ξηρᾱνάντων , ξηραίνω parch aor imperat act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηράναις — ξηρά̱ναις , ξηραίνω parch aor part act masc nom/voc sg (epic doric aeolic) ξηρά̱ναις , ξηραίνω parch aor opt act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηράναντα — ξηρά̱ναντα , ξηραίνω parch aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) ξηρά̱ναντα , ξηραίνω parch aor part act masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)