-
1 Μολοσσις
См. также в других словарях:
μολοσσίς — μολοσσίς, αττ. τ. μολοττίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μολοσσός … Dictionary of Greek
Μολοσσίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσίδα — Μολοσσίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσίδι — Μολοσσίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσίδος — Μολοσσίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
Μολοττίδας — Μολοσσίδας , Μολοσσίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοττίδος — Μολοσσίδος , Μολοσσίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)