-
1 μαθηματικη
-
2 μαθηματική
-
3 μαθηματικῇ
-
4 μαθηματική
μαθηματικόςfond of learning: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 πολυ-άσχολος
πολυ-άσχολος, viel od. sehr beschäftigt, μαϑηματική, Luc. Philopatr. 25.
-
6 μαθηματικός
μαθηματικός, zum Lernen gehörig, lernbegierig, wie Plat. Tim. 88 b vrbdt τὸν μαϑηματικὸν ἤ τινα ἄλλην σφόδρα μελέτην διανοίᾳ κατεργαζόμενον; Arist. u. A. – Bes. = die Mathematik betreffend, die selbst ἡ μαϑηματική, sc. τέχνη, heißt, wie ὁ μαϑηματικός = der der Mathematik kundig ist, Arist. Eth. 6, 8 u. Folgde; später auch = Astrolog, S. Emp. adv. math. 4, 34. – Auch adv.
-
7 πολυασχολος
-
8 анализ
1. (метод исследования) η ανάλυση, η εξέταση 2. мед. η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > анализ
-
9 геодезия
η γεωδαισίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > геодезия
-
10 индукция
η (αυτ)επαγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индукция
-
11 логика
η λογικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > логика
-
12 моделирование
1. (с использованием ЭВМ) η προσομοίωσηматематическое - (представление оригинала в виде совокупности уравнений) μαθηματική -2. (изготовление моделей) о μοντελισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моделирование
-
13 ожидание
η αναμονή-ть αναμένω, περιμένωπροσμένω, καρτερώ(надеяться) προσδοκώ, ελπίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ожидание
-
14 понятие
η έννοια, η ιδέα, το νόημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > понятие
-
15 разбиение
мат. η υποδιαίρεση, η κατανομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбиение
-
16 статистика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статистика
-
17 точность
точн||остьж ἡ ἀκρίβεια, ἡ ὀρθότη-τα [-ης]:\точность перевода ἡ ἀκρίβεια τής μετάφρασης· с математической \точностьостью μέ μαθηματική ἀκρίβεια· в \точностьости ἀκριβώς, ἀκριβέστατα. -
18 трактат
трактатж1. ἡ πραγματεία:философский (математический) \трактат ἡ φιλοσοφική (ή μαθηματική) πραγματεία·2. дипл. ἡ συνθήκη, ἡ σύμβαση [-ις]. -
19 cube
[kju:b] 1. noun1) (a solid body having six equal square faces.) κύβος2) (the result of multiplying a number by itself twice: The cube of 4 = 4 × 4 × 4 = 43 = 64.) (μαθηματική δύναμη) κύβος2. verb1) (to calculate the cube of (a number): If you cube 2, you will get the answer 8.) υψώνω στην τρίτη δύναμη, στο κύβο2) (to make into a cube or cubes: She cubed the beef.) κόβω σε κύβους•- cubic- cube root
- cubic centimetre -
20 operation
1) (an action or process, especially when planned: a rescue operation.) επιχείρηση,διαδικασία,μαθηματική πράξη2) (the process of working: Our plan is now in operation.) λειτουργία,εφαρμογή,ισχύς3) (the act of surgically cutting a part of the body in order to cure disease: an operation for appendicitis.) εγχείρηση4) ((often in plural) the movement, fighting etc of armies: The general was in command of operations in the north.) επιχείρηση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαθηματικῇ — μαθηματικός fond of learning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματική — μαθηματικός fond of learning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογάριθμος — Μαθηματική έννοια σχετική με τον εκθέτη δυνάμεως. Αν β είναι ένας θετικός αριθμός και α επίσης θετικός αριθμός, διάφορος του 1, αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένας (και μόνον ένας) πραγματικός αριθμός y, τέτοιος ώστε να ισχύει: αy = β. Αυτός ο y… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
οικονομετρία — Διεθνής όρος πλασμένος από τα ελληνικά, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κλάδου της οικονομικής επιστήμης, ο οποίος εφαρμόζει τις μεθόδους της οικονομικής ανάλυσης στα δεδομένα που προσφέρει η στατιστική, με σκοπό να δώσει την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… … Dictionary of Greek