-
1 γειτοσύνη
γειτο-σύνη, ἡ,A = γειτονία, Str.13.1.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γειτοσύνη
-
2 γειτοσύνην
γειτοσύνηfem acc sg (attic epic ionic) -
3 γειτοσύνης
γειτοσύνηfem gen sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
γειτοσύνη — γειτοσύνη, η (Α) γειτονία (βλ. γειτονιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων ( ονος), χωρίς το ν τού θέματος, κατά τα ουσ. σε οσύνη] … Dictionary of Greek
γειτοσύνην — γειτοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτοσύνης — γειτοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek
γειτόσυνος — γειτόσυνος, ον (Α) [γειτοσύνη] ο γειτονικός … Dictionary of Greek