-
1 Βησσα...
Βῆσσα...Βῆσα, Βῆσσαἥ Беса (дем в атт. филе Ἀντιοχίς) Isae. -
2 βησσα
дор. βᾶσσα ἥ лесистое ущелье, лощина, долина Hom., HH., Hes., Pind. -
3 Βησσα
-
4 βασσα
-
5 Βησα
-
6 Πανιος
-
7 υποτρεχω
(fut. ὑποθρέξομαι и ὑποδραμοῦμαι, aor. ὑπέδρᾰμον; pf. эп. ὑποδέδρομα - эол. ὑποδεδρόμᾱκα)1) подбегать Hom.ὑ. τινά Eur. — подбегать к кому-л.;
ὑ. ὑπό τι Her. — подбегать подо что-л.;νησίον τι ὑποδραμόντες NT. — будучи прибиты к какому-то островку;(αἱ πλάτανοι), αἷς ὑποτρέχουσι χειμαζόμενοι Plut. — платаны, под которыми укрываются застигнутые бурей2) пробегать внутри или внизуχρῶ πῦρ ὑποδεδρόμακε Sappho ap. Plut. — огонь пробежал по телу;
κοίλη δ΄ ὑποδέδρομε βῆσσα HH. — внизу простерлась долина3) бежать наперерез, перехватывать(λῃστὰς ὑποδραμεῖν Xen.)
ὑποδραμεῖν τινος Arph. — упредить кого-л.4) прокрадываться, вкрадыватьсяὑ. τέν τιμήν τινος Sext. — втереться в милость к кому-л.;
ὑ. τινὰ θωπείᾳ Eur. — льстиво заискивать у кого-л.5) закрадываться, проникатьἀπελπιομός ὑπέδραμέ τινα и τινι Polyb. — отчаяние овладело кем-л.;
ὑπέδραμέ τις ἔννοιά μοι Polyb. — мне пришла в голову одна мысль;φρίκης ὑποτρεχούσης Plut. — когда охватывает страх
См. также в других словарях:
Βήσσα — Βήσσᾱ , Βῆσσα wooded combe fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήσσα — βήσσᾱ , βῆσσα wooded combe fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῆσσα — wooded combe fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῆσσα — wooded combe fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήσσα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 197 κάτ.) της Σύρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας. * * * βῆσσα, η (δωρ. τ. βᾱσσα) (Α) 1. κοιλάδα ή χαράδρα με πυκνή βλάστηση 2. είδος ποτηριού που είναι πλατύ στο… … Dictionary of Greek
Βήσσας — Βήσσᾱς , Βῆσσα wooded combe fem acc pl Βήσσᾱς , Βῆσσα wooded combe fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήσσας — βήσσᾱς , βῆσσα wooded combe fem acc pl βήσσᾱς , βῆσσα wooded combe fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βησσῶν — Βῆσσα wooded combe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βησσῶν — βῆσσα wooded combe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾶσσαν — βῆσσα wooded combe fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῆσσαι — Βῆσσα wooded combe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)