-
21 обременительный
обремен||ительныйприл βαρύς, ἐπιβαρυντικός, ἐπαχθής:\обременительныйи́тельное поручение ἡ βαρειά ἀποστολή. -
22 обуза
обу́з||аж τό βάρος, τό ἄχθος / ἡ ἀγγαρεία (бремя):тяжкая \обуза ἡ βαρειά ἀγγαρεία· быть \обузаой для кого-л. εἶμαι βάΡος γιά κάποιον. -
23 оскорбление
оскорб||лениес ἡ προσβολή, ἡ υβρις / ἡ λοιδορία, ἡ ἐξύβρισις (словом):тяжелое \оскорблениеление ἡ βαρειά προσβολή· наносить \оскорблениеление προσβάλλω· подвергаться \оскорблениелению ὑφίσταμαι προσβολήν. -
24 промышленность
промышленностьж ἡ βιομηχανία:тяжелая (легкая) \промышленность ἡ βαρειά (ή ἐλαφρά) βιομηχανία· обрабатывающая \промышленность ἡ βιομηχανία κατεργασίας πρώτων ὑλών пищевая \промышленность βιομηχανία τροφίμων (или είδών διατροφής). -
25 работа
работ||аас1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά. -
26 резкий
резк||ийприл1. (острый, пронизывающий) ὁξύς, διαπεραστικός, δριμύς/ δυνατός, σφοδρός (сильный)· \резкий ветер ὁ σφοδρός ἀνεμος· \резкий холод τό δριμύ (или τό διαπεραστικόΜ) κρύο·2. (внезапный, значительный) ἀπότομος:\резкийое повышение температуры ἡ ἀπότομη ἀνοδος τής θερμοκρασίας·3. (неприятно действующий) δριμύς, βαρύς:\резкий запах ἡ βαρειά μυρωδ-ύ· \резкий голос ἡ διαπεραστική φωνή· \резкийие тона (цвета) τά χτυπητά χρώματα·4. (грубо очерченный) ἀδρός, ἐντονος:\резкийие черты липа τά ἐντονα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·5. (прямой, дерзкий) τραχύ.:, δριμύς, ἀπότομος:\резкий отпет ἡ ἀπότομη ἀπάντηση· \резкийие возражения οἱ ἐντονες ἀντιρρήσεις· \резкийая критика ἡ δριμεΤα κριτική· \резкий человек ὁ ἀπότομος ἀνθρο>πος. -
27 сердце
сердц||ес в разн. знач. ἡ καρδιά, ἡ καρδία:болезни \сердцеа τά καρδιακά νοση-ματα, οἱ καρδιοπάθειες· порок \сердцеа τό καρδιακό νόσημα· доброе \сердце ἡ καλή (или ἡ ἀγατή) καρδιά· каменное \сердце ἡ καρδιά πέτρα· покорить чье-л, \сердце αίχμαλωτίζω, μαγεύω· открыть кому-л, \сердце ἀνοίγω σέ κάποιον τήν καρδιά μου· принимать близко к \сердцеу τό παίρνω κατάκαρδα· \сердце мое разрывается ραγίζει ἡ καρδιά μου· \сердце мое обливается кровью μοῦ ματώνει ἡ καρδιά· щемит \сердце σφίγγει ἡ καρδιά, πονεῖ ἡ καρδιἄ у меня \сердце не лежит кчему́-л., к кому́-л. δεν μέ τραβάει· у меня тяжело́ на \сердце ἔχω βάρος στήν καρδιά μου, βαρυθυμω· у меня \сердце замирает μοῦ κόβεται ἡ ἀναπνοή· с замиранием \сердцеа μέ συγκρατημένη ἀναπνοή· с открытым \сердцеем μέ ἀνοιχτή καρδιά· с тяжелым \сердцеем μέ βαρειά καρδιά· с легким \сердцеем χωρίς δισταγμό· от всего \сердцеа μέ ὅλη μου τήν καρδιά, ἐξ ὅλης καρδίας· всем \сердцеем μ' ὁλην μου τήν καρδιά· ◊ скрепя \сердце ἀνόρεχτα, μέ τό στανιό· положи ру́ку на \сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά· отлегло́ от \сердцеа καθησυχάζω (άμετ.)· брать за \сердце συγκινώ· сорвать \сердце на ко́м-л. ξεσπάνω, ξεθυμαίνω σέ κάποιον в \сердцеа́х πάνω στον θυμό· с глаз долой \сердце из \сердцеа вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. -
28 суровый
суров||ый Iприл1. (твердый, непреклонный) αὐστηρός:\суровыйое лицо́ τό αὐστηρό πρόσωπο· \суровый тон τό αὐστηρό ὕφος· \суровый приговор ἡ αὐστηρή καταδίκη· \суровыйая дисциплина ἡ αὐστηρή πειθαρχία·2. (тяжелый, полный трудностей) τραχύς, βαρύς:\суровыйая жизнь ἡ τραχεία (или ἡ βαρειά) ζωή· \суровыйая борьба ὁ τραχύς ἀγώνας·3. (о климате, крае и т. п.) τραχύς, δριμύς.суров||ый IIприл (небеленый) χοντρο-φτιαγμένος, ἀλεύκαστος:\суровыйое полотно́ τό χοντρόπανο· \суровыйая парусина τό καρα-βόπανο· \суровыйые нитки τό χοντροφτιαγμένο νήμα. -
29 трудоемкий
трудоемкийприл ἐπίπονος, κοπιαστικός/ βαρύς (тяжелый):\трудоемкийая работа ἡ κοπιαστική ἐργασία, ἡ βαρειά δουλειά. -
30 тягостный
тягостн||ыйприл βαρύς, ἐπαχθής/ καταθλιπτικός, δυσάρεστος (мучительный):\тягостныйое молчание ἡ καταθλιπτική σιωπή· \тягостныйое впечатление ἡ βαρειά ἐντύπωση· \тягостныйое зрелище τό δυσάρεστο θέαμα -
31 убиваться
убиватьсянесов (горевать) разг κλαίω καί δέρνομαι, πέφτω σέ βαρειά θλίψη. -
32 ударение
ударениес ὁ τόνος, ὁ τονισμός:острое \ударение ἡ ὁξεία· тупое \ударение ἡ βαρεία· облеченное \ударение ἡ περισπωμένη· тоническое \ударение ὁ τονισμός· логическое \ударение ὁ λογικός τονισμός· делать \ударение τονίζω· делать \ударение на чем-л. перен τονίζω κάτι, ὑπογραμμίζω κάτι. -
33 что
что Iмест, (чего, чему́, чем, о чем)1. вопр. и относ. τί (τίνος, μέ τί, γιατί, γιά ποιο):что случилось? τί συνέβη;· что ты заду́мался? τί σκέπτεσαι;· что за ерунда! τί ἀνοησίες!, τί κουροφέξαλα!· что за шум? τί θόρυβος εἶναι αὐτός;· чего́ тебе хочется? τί θέλεις;· чего́-чего́ у них (только) нет καί τί δέν ἔχουν2. вопр. и относ, (сколько) πόσον, τί:что стоит книга? πόσο κοστίζει τό βιβλίο; что есть ду́ху μέ ὅλες του τίς δυνάμεις·3. относ. ὁ ὀποιος (ή ὁποία, τό ὀποιον, οἱ ὀποιοι, οἱ ὁποίες, τά ὀποια), πού:дом, что стоит на углу́ τό σπίτι, πού εἶναι στή γωνία·4. неопр. (что-нибудь) κάτι, τίποτε:чуть что μέ τό παραμικρό· в случае чего́ ἐάν συμβή τίποτε·5. вопр. (в каком положении, как поживает) πῶς:что ваша сестра? πῶς εἶναι ἡ ἀδελφή σας;· что больной? πώς εἶναι ὁ ἀρρωστος;· ◊ а что? καί τί μ' αὐτό;· ты что, хочешь ехать? τί, θέλεις νά φύγεις;· ни за что (на свете) ποτέ!, οὐδέποτε!· ни за что, ни про что γιά τό τίποτε· что толку в этом? καί τί τό ὀφελος;· что ли разг (вводн. сл., выражающее неуверенность, сомнение):пойдем, что ли? τί λες, "πδμε;· вот что ἄκου λοιπόν вот что, приходите послезавтра ἐλατε μεθαύριο· что ты!, что вы! а) μά τί λες, τί λέτε, εἶναι ἀδύνατον (при выражении удивления), б) τί λες καημένε (при возражении)· что бы ни случилось δ,τι καί νά συμβεί· что бы вы ни сказали δ,τι καί νά πείτε· чуть что μέ τό παραμικρό· что до, что касается ὀσον ἀφορα, ὅσο γιά· что до меня ὅσο γιά μένα...· ни к чему δέν χρειάζεται· ни с чем (остаться, уйти́ и т. п.) χωρίς τίποτε· с чего́ он это. взял? ποῦ του ήρθε αὐτό;что IIсоюз τί, πού:досадно, что я опоздал λυποῦμαι πού ἀργησα· чемодан такой тяжелый, что я не могу́ его́ поднять ἡ βαλίτσα εἶναι τόσο βαρειά πού δέν μπορώ νά τήν σηκώσω· сказал так ти́хо, что никто́ не услышал τό είπε τόσο σιγά πού κανείς δέν τόν ἄκου-σε· я рад, что вижу вас χαίρομαι πού σᾶς βλέπω· что ты пойдешь, что я \что все равно́ είτε ἐσύ θά πᾶς εἰτε ἐγώ τό ἰδιο κάνει. -
34 шлепаться
шлеп||атьсяразг πέφτω κάτω, πέφτω βαρειά. -
35 кувалда
-ы θ.1. η βαρειά, το βαριά, τυπάδα.2. (απλ.) άγαρπη χοντρογυναίκα, χοντρο-κοπάνα. -
36 ударение
-я ουδ. (γραμμ.) ο τόνος•острое ударение η οξεία•
тупое ударение η βαρεία•
облечнное ударение η περισπωμένη•
слог под -ем τονιζόμενη συλλαβή•
слог без -я συλλαβή άτονη.
|| τονισμός•логическое ударение λογικός τονισμός.
|| μτφ. υπογράμμιση•делать ударение на чем, на что τονίζω κάτι.
-
37 Visit
subs.P. and V. εἴσοδος, ἡ.——————v. trans.P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.) (Thuc. 8, 54), φοιτᾶν (παρά, acc. or πρός, acc.), προσέρχεσθαι πρός (acc.), P. ἐπιφοιτᾶν (εἰς, acc.), Ar. and V. εἰσφοιτᾶν (acc.).Go around: Ar. and P. περιέρχεσθαι (acc.).Visit a patient: P. εἰσέρχεσθαι (dat.) (Dem. 307).The anger of the goddess hath visited you: V. ὀργαὶ δʼ ἔς σʼ ἀπέσκηψαν θεᾶς (Eur., Hipp. 438).Had I not visited my comrades' murder on you: V. εἰ μή σʼ ἑταίρων φόνον ἐτιμωρησάμην (Eur., Cycl. 695).How soon the goddesses have visited your mother's blood upon you: V. ὡς ταχὺ μετῆλθόν σʼ αἷμα μητέρος θεαί (Eur., Or. 423).Visit anger on the city: V. ἐπιρρέπειν μῆνιν πόλει (Æsch., Eum. 888); see Vent.I will visit this land with my wrath: V. βαρεῖα χώρᾳ τῇδʼ ὁμιλήσω (Æsch., Eum. 720).A couch not visited by dreams: V. εὐνὴ ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένη (Æsch., Ag. 13).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Visit
-
38 balyoz
βαριά, βαρεία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βαρεία — βαρείᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείᾳ — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαρειά — Sp Varijà Ap Βαρειά/Vareia L Graikija (Lesbas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
βαρεία — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 1.254 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας… … Dictionary of Greek
βαρεῖα — βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείας — βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem acc pl βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείαι — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
Вария — (ц. сл. греч. Βαρεία) тяжелое ударение (gravis) термин, заимствованный из греческой грамматики в церковно славянскую и представляющий совершенно ненужную пересадку, из подражания. С. Булыч … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek