-
1 σεσωφρονισμένως
σεσωφρονισμένως, adv. part. perf. pass. von σωφρονίζω, mäßig, bescheiden, καὶ ἡσύχως, Aesch. Suppl. 705.
-
2 θρυγονάω
-
3 ὰκέων
ὰκέων, still, ruhig, schweigend; Hom. siebzehnmal; Iliad. 1. 34 βῆ δ' ακέων (Chryses); 1. 512 ακέων δὴν ἧστο (Zeus); 10. 85 φϑέγγεο, μηδ' ἀκέων ἐπ ἔμ ἔργεο (Agamemnon); Od 9. 427 τοὺς ἀκέων συνέεργ (Odysseus); 10. 52 ἦ ἀκέων τλαίην (Odysseus); 14, 110 ἤσϑιε πῖνέ τε οἶνον αρπαλέως ἀκέων (Odysseus); 17. 465. 491. 20, 184 ἀκέων κίνησε κάρη (Odysseus, Telemachus); 20. 385 ἀκέων πατέρα προσεδέρκετο (Telemachus); 14, 195 δαίνυσϑαι ἀκέοντε (Odisseus u. Eumäus); 11. 142 ἡ δ' ἀκέουσ' ἧσται σχεδὸναἵματος; Iliad. 1. 565 ἀλλ' ἀκέουσα κάϑησο: 569 ἀκέουσα καϑῆστο; 4, 22. 8, 459 Ἀϑηναίη ἀκέων ἦν; Od. 21. 89 αλλ' ακέων δαίνυσϑε καϑήμενοι; – Apoll. Rhod. 3, 85 ἀκέουσα, 1, 765 optat. ἀκέοις. – Buttmann Lexil. 1, 11 ff meint, ἀκέων sei ursprünglich adverbial gebrauchtes neutr. von ἄκαος, schweigend (α priv. u. χαίνω). nach der 2. Att. Decl., also eigentl. ἄκεων = ἄκαον; mißverständlich sei dann das Wort für, in, mascul. adject. (particip.) angesehen worden, so daß man die Formen ἀκέου σα, ἀκέοντε, ἀκέοις bildete. Aristarch hielt ἀκέων für mascul.; Scholl. Aristonic. Iliad. 4. 22 ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀκέων. ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀκέουσα ἐξενήνεκται· οὐ γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῠ ἡσύχως; derselbe 8, 459 Ἀϑηναίη ἀκέων ἦν: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῠ ἀκέουσα. Vgl. ἀκήν, ἀκᾶ, ἀκαλός – Iliad. 1, 34 schrieb Zenodot ἀχέων, s. Aristonic Scholl.; Od. 10, 52 v. l. ἀέκων Scholl.
-
4 ἥσυχος
ἥσυχος, ον (ἧμαι? nach Döderlein mit ἧκα, ἥσσων verwandt), ruh ig, still, ungestört, sorglos; ἥσυχοι ἔργα νέμοντο Hes. O. 119; ὄμματος παρ' ἡσύχου Aesch. Suppl. 196; ἡσύχῳ φρενῶν βάσει Ch. 445; ἥσυχος ϑακεῖ Soph. Ai. 318; ὥστε πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν in Ruhe, O. C. 82; Eur. ἥσυχον ϑάσσειν, μένειν, Hec. 35 Troad. 985; ἥσυχον ἐᾶν τινα, in Ruhe lassen, Ar. Vesp. 190; βίος Plat. Polit. 307 e; ἔχ' ἥσυχος, sei still, Ar. Plut. 127; vgl. Eur. Med. 550 Her. 8, 65; ἥσυχον παρελαύνειν, ruhig, langsam vorbereiten, Xen. Cyr. 5, 3, 55. – Comparat. (von ἡσυχαῖος entlehnt) ἡσυχαίτερος, Aesch. Eum. 214; ἡσυχαίτερα χαλεπά, gelindere Uebel, Thuc. 3, 82; Plat. Phil. 24 c; ἡσυχαίτεροι διεφοίτων, langsamer, Xen. Cyr. 6, 2, 12; die von Thom. Hag. verworfene Form ἡσυχώτερος hat Soph. Ant. 1076, wie ἡσυχώτατος Plat. Charm. 160 a. Beim Schol. Lycophr. 3 ἡσυχεστάτη. – Adv. ἡσύχως, Aesch. καὶ σεσωφρονισμένως, Suppl. 705; ἔχειν Eur. Suppl. 315; ὡς ἡσυχαίτατα, Ggstz von ὡς τάχιστα, Plat. Charm. 160 a.
-
5 θρυγονάω
θρυγονάω, ἡσύχως κνᾶν, leise an die Tür klopfen
См. также в других словарях:
ἡσύχως — ἥσυχος quiet adverbial ἥσυχος quiet masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ВСЕНОЩНОЕ БДЕНИЕ — [церковнослав. ; греч. ἀγρυπνία, παννυχίς; лат. vigilia], в широком смысле слова аскетическая практика, состоящая в отказе от сна и продолжительном молитвословии в ночное время суток; в богослужении правосл. Церкви особый комплекс служб суточного … Православная энциклопедия
мълчано — (1*) нар. Спокойно: ѹсадисѧ повелѣниѥмь цр(с)кымь, тѹ молчано и кротко въ житьи си пребыва˫а. (ἡσύχως) ГА XIII–XIV, 238а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek