-
21 ησυχία
{сущ., 4}1. спокойствие, покой;2. тишина, безмолвие, молчание.Ссылки: Деян. 22:2; 2Фес. 3:12; 1Тим. 2:11, 12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ησυχία
-
22 ἡσυχία
1. спокойствие, покой; 2. тишина, безмолвие, молчание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἡσυχία
-
23 ἡσυχίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἡσυχίᾳ
-
24 ἡσυχία
-
25 ἡσυχία
-ας + ἡ N 1 0-3-1-4-4=12 Jos 5,8; 1 Chr 4,40; 22,9; Ez 38,11; Jb 34,29rest, quiet 1 Chr 4,40; silence, stillness Prv 7,9ἡσυχίαν εἶχον they rested, they stayed quiet or they were inactive Jos 5,8; ἡσυχίαν ἄγει he is or keeps quiet Prv 11,12Cf. HAUSHERR 1966 163-237; SPICQ 1978a, 359-360; →NIDNTT -
26 ησυχία
[исихиа] ουσ θ тишина, мир. -
27 ησυχία
tranquillité -
28 Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια– Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολίαИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
-
29 Ησυχίας
-
30 Ἡσυχίας
-
31 ησυχίας
-
32 ἡσυχίας
-
33 ησυχίαι
-
34 ἡσυχίαι
-
35 βρίσκω
(αόρ. (ε)βρήκα, υποτ. να βρω, παθ. αορ. (ε)βρέθηκα) ματ.1) прям., перен. находить, отыскивать; обнаруживать; обретать (книжн.);βρίσκ τό χαμένο — находить потерянное;
βρίσκω σωστή λύση — находить правильное решение;
βρίσκω δικαιολογία — находить оправдание;
βρίσκω υποστήριξη (παρηγοριά) σε κάτι — находить поддержку (утешение) в чём-л.;
βρίσκω την ησυχία μου — обретать покой:
δεν βρίσκω ησυχία — не находить себе места;
βρίσκω τίς βολές μου — найти своё призвание, обрести себя;
βρήκες την ώρα (или την περίσταση)! ирон. нашёл время!;βρίσκω πρόφαση — находить предлог;
δον βρίσκω λόγους να... — не находить слов, чтобы...;
βρίσκαφορμή να... — находить повод для...;
2) случайно встречать, обнаруживать (тж. перен.); заставать;καλά πού σε βρήκα хорошо, что ты мне встретился; 3) попасть (в цель и т. п.); угодить (об ударе и т. п.);βρίσκω τό σημάδι — попасть в цель;
τον βρήκε η σφαίρα στο μέτωπο пуля угодила ему в лоб;μας βρήκε μεγάλο κακό перен. нас постигло большое несчастье; 4) натыкаться; наталкиваться (тж. перен.);βρίσκ ρόζο — натыкаться на сук;
κάπου βρίσκει το καρφί και δεν πάει μέσα — гвоздь наткнулся на что-то и не идёт дальше;
τα βρίσκω σκούρα ( — или μπαστούνια) — столкнуться с трудностями; — попасть в затруднительное, скверное положение;
βρίσκω τό μπελά μου ( — или τό διά(β)ολό μου) — иметь неприятности с кем-л.;
έχω βρει το μπελά μου μαζύ του у меня с ним одни неприятности; мне с ним просто беда;5) находить, считать, полагать;πώς τον βρίσκεις αυτόν τον άνθρωπο; — что ты думаешь об этом человеке?;
βρίσκω όμορφο κάποιον — находить красивым кого-л.;
τον νόμιζα ειλικρινή και τον βρήκα ψεύτη я считал его искренним человеком, а он оказался лжецом;δεν το βρίσκω σωστό αυτό — я думаю, что это неправильно;
6) угадывать, отгадывать, догадываться; понимать;βρίσκω τό αίνιγμα — отгадать загадку;
δεν μπορώ να βρώ ποιός μού κλέβει τα βιβλία не могу помять, кто ворует у меня книги;7) получать в наследство, наследовать; 8) доставать, добывать; 9) находить, подыскивать, подбирать, покупать; του βρήκαν παλτό πού τού άρεσε ему подобрали пальто по его вкусу; § καλώς σας βρήκα рад вас видеть; очень приятно побывать у вас (ответное приветствие); βρήκε ο κόμπος το χτένι (или τό σουγιά με το λουρί) а) дело застопорилось; б) нашло коса на камень;τί βρίσκεις πού...; — зачем ты...?, какое удовольствие находишь ты в том, что...;
απ' το θεό να το βρεις бог тебе воздаст за твой поступки;άλλοτε τα βρίσκο(υ)με — рассчитаемся в другой раз;
1) — оказаться, очутиться, попасть; — быть, находиться;βρίσκο(υ)μαι
βρίσκο(υ)μαι σε κακά χάλια — оказываться, быть в тяжёлом, скверном положении;
βρίσκουμαι στην ανάγκη — быть в нужде, нуждаться;
2) находиться, помещаться, быть расположенным (о здании и т, п);3) находиться, обнаруживаться; 4) помогать, приходить на помощь; του βρέθηκε σε κάθε ανάγκη του он всегда приходил ему на помощь;- ψαυτό δεν βρίσκεται — это очень редко встречается;
это дефицитная вещь -
36 Ησυχίαι
-
37 Ἡσυχίαι
-
38 ασυχία
ἁ̱συχίᾱ, ἡσυχίαrest: fem nom /voc /acc dual (doric)ἁ̱συχίᾱ, ἡσυχίαrest: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
39 ἁσυχία
ἁ̱συχίᾱ, ἡσυχίαrest: fem nom /voc /acc dual (doric)ἁ̱συχίᾱ, ἡσυχίαrest: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
40 ασυχίαι
ἁ̱συχίαι, ἡσυχίαrest: fem nom /voc pl (doric)ἁ̱συχίᾱͅ, ἡσυχίαrest: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἡσυχία — ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc/acc dual ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχία — Ἡσυχίᾱ , Ἡσυχία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίᾳ — Ἡσυχίᾱͅ , Ἡσυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσύχια — Ἡσυχία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… … Dictionary of Greek
ησυχία — η 1. ηρεμία: Ησυχία της νύχτας. 2. έλλειψη θορύβων, σιγή: Επικρατεί απόλυτη ησυχία μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος. 3. ψυχική ηρεμία: Κοντά του βρήκε την ησυχία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡσυχίᾳ — ἡσυχίαι , ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχια — ἡσύχιος still neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίας — Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem acc pl Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίας — ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem acc pl ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίαι — ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)