Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἡνίκ

См. также в других словарях:

  • ἡνίκ' — ἡνίκα , ἡνίκα at the time when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥνικ' — ἥνικα , ἑνίζω to be a partisan of the One perf ind act 1st sg ἥνικε , ἑνίζω to be a partisan of the One perf imperat act 2nd sg ἥνικε , ἑνίζω to be a partisan of the One perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνίκα — ἡνίκα (AM, Α δωρ. τ. ἁνίκα, αιολ. τ. ἄνικα) (χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ » Σοφ.) αρχ. 1. κάθε φορά, οποτεδήποτε, οσάκις 2. φρ. «ἡνίκ ἄν» όταν 3. οπωσδήποτε, εν πάση περιπτώσει («ἡνίκα χρὴ φλεβοτομεῑν», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • POLOGRAPHIA — Graece Πολογραφία inter opera Astronomica Democriti, recensetur a Laertio in Vita eius: quâ voce intelligitur descriptio πόλων καὶ ἀναλημμάτων ςκιοθηρικῶν, polorum et analemmatum sciothericorum. Nempe veteres Graeci Πόλον primitus dixêre caelum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκείνος — η, ο (AM ἐκεῑνος, η, ον) 1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.) 2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • επανθρακίδες — ἐπανθρακίδες, αι (Α) τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»] …   Dictionary of Greek

  • ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …   Dictionary of Greek

  • οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»