-
1 Disquiet
v. trans.Why do you stand disquieted when all is well with you? V. τί συγχυθεῖσʼ ἕστηκας ἥνικʼ εὐτυχεῖς; (Eur., Med. 1005).——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disquiet
-
2 Whenever
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whenever
-
3 whensoever
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > whensoever
См. также в других словарях:
ἡνίκ' — ἡνίκα , ἡνίκα at the time when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥνικ' — ἥνικα , ἑνίζω to be a partisan of the One perf ind act 1st sg ἥνικε , ἑνίζω to be a partisan of the One perf imperat act 2nd sg ἥνικε , ἑνίζω to be a partisan of the One perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνίκα — ἡνίκα (AM, Α δωρ. τ. ἁνίκα, αιολ. τ. ἄνικα) (χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ » Σοφ.) αρχ. 1. κάθε φορά, οποτεδήποτε, οσάκις 2. φρ. «ἡνίκ ἄν» όταν 3. οπωσδήποτε, εν πάση περιπτώσει («ἡνίκα χρὴ φλεβοτομεῑν», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
POLOGRAPHIA — Graece Πολογραφία inter opera Astronomica Democriti, recensetur a Laertio in Vita eius: quâ voce intelligitur descriptio πόλων καὶ ἀναλημμάτων ςκιοθηρικῶν, polorum et analemmatum sciothericorum. Nempe veteres Graeci Πόλον primitus dixêre caelum… … Hofmann J. Lexicon universale
εκείνος — η, ο (AM ἐκεῑνος, η, ον) 1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.) 2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις … Dictionary of Greek
επανθρακίδες — ἐπανθρακίδες, αι (Α) τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»] … Dictionary of Greek
ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… … Dictionary of Greek
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek
οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… … Dictionary of Greek