-
121 προτεραιος
3(compar. προτεραίτερος) предшествующий, предыдущийτῇ προτεραίᾳ (sc. ἡμέρᾳ) Her., Plat. — днем раньше, накануне;
τῇ προτεραίᾳ ἢ - v. l. ᾗ - ἀνήγετο Lys. — накануне своего отъезда;τῆ προτεραίᾳ ὅτε ταῦτ΄ ἔλεγε Dem. — за день до того, как он это сказал;ἐκ τῆς προτεραίας Plat. — со вчерашнего дня -
122 προτερος
3[compar. к πρό См. προ]1) первый(π. χρόνῳ и κατὰ χρόνον Arst.)
ὅ με π. κάκ΄ ἔοργεν Hom. — тот, кто первый нанес мне обиду;π. ἢ ὑμεῖς Plat. — раньше, чем вы;ἐμέο π. Hom. — раньше, чем я2) старший(γενεῇ Hom.)
ὅ π. Διονύσιος Xen. — Дионисий Старший3) предыдущий, прежний, прошлыйπρότεροι παῖδες Hom. — дети от прежнего (первого) брака;
τῇ πρότέρῃ (sc. ἡμέρᾳ) Hom., Thuc. — днем раньше, накануне;τῷ προτέρῳ ἔτει Her. — годом раньше;4) передний(πρότεροι πόδες Hom.)
5) имеющий преимущество, превосходящий(τινος πρός τι Plat.)
-
123 σημερον
ἡ σ. ἡμέρα Dem., τὸ σ. Plat. и ἥ σ. Plut. — нынешний день, сегодня;
τὸ σ. εἶναι и εἰς σ. Plat. — на сегодня -
124 Στυγιος
-
125 στυγνος
31) страшный, враждебный(τινι Aesch., Soph.)
2) ненавистный, ужасный(ἄτη Aesch.; αἰών Soph.)
3) угрюмый, мрачный(πρόσωπον Aesch.; ἡμέρα Plut.)
στυγνέ ὀφρύς или στυγνὸν ὀφρύων νέφος Eur. — нахмуренные брови, мрачность;ὁρᾶν σ. Xen. — угрюмый на вид;σ. εἴκων Soph. — неохотно соглашающийся -
126 συγχωρεω
(fut. συγχωρήσω и συγχωρήσομαι)1) сближаться, сходиться, встречаться Arst.πέτραι συγχωροῦσαι Eur. = αἱ Συμπληγάδες;
σ. γνώμῃ μιᾷ Eur. — приходить к единому мнению2) приходить к соглашению, договариватьсяξυγχωρήσαντες πρὸς Ἀθηναίους Thuc. — договорившись с афинянами;
ξυγχωρῆσαι ἀλλήλοις Thuc. — прийти к взаимному соглашению;ἥ συγχωρηθεῖσα ἡμέρα Dem. — обусловленный срок;τὰ συγκεχωρημένα ὑπὸ πάντων Plat. — общепризнанные положения3) уступать дорогу или давать место(τινι Arph.)
4) делать уступку, уступать, соглашаться(ἀνάγκῃ Eur.)
τούτων συγχωρηθέντων Xen. — по принятии этих условий;τοῖς εὖ λεχθεῖσι λόγοις σ. Eur. — уступать разумно сказанным словам;σ. τινι τῆς ἡγεμονίης Her. — уступить кому-л. первенство;τὸ συγκεχωρηκός Dem. — уступчивость;σ. τῇ γνώμῃ Thuc. — присоединяться к данному мнению;σ. τέν εἰρήνην τινί Xen. — соглашаться на мир с кем-л.;πρὸς πάντα τολμᾶν συγχωρῆσαι Plut. — отважиться на все;τοῖς νόμοις καὴ τῇ τῶν ἄλλων βουλήσει σ. Dem. — подчиняться законам и воле остальных;ἐγὼ συγχώρησα ἀληθῆ σε λέγειν Plat. — я признал, что ты говоришь правду;ὅπῃ ἂν ξυγχωρῇ Thuc. — как бы ни сложились обстоятельства;εἰ συγχωροίη (v. l. ἐγχωροίη) Xen. — если бы это оказалось возможным -
127 ταυροσφαγος
-
128 τελευταια
I.ἡ (sc. ἡμέρα) последний день Soph. etc.II.τά adv. в конце, в (за) последнее время, в последний раз Thuc.ὅτε τὰ τ. ἔλεγεν Plat. — когда он произнес свою последнюю речь
См. также в других словарях:
ἡμέρα — ἡμέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc/acc dual ἡμέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἡμέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc/acc dual (ionic) ἡμέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμέρᾳ — ἡμέρᾱͅ , ἥμερος tame fem dat sg (attic doric aeolic) ἡμέραι , ἡμέρα day fem nom/voc pl (ionic) ἡμέρᾱͅ , ἡμέρα day fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ἥμερα — ἥμερος tame neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. — ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. См. У семи нянек дитя без глаза … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δήλη ημέρα — (Νομ.). Προκαθορισμένη ημέρα για την καταβολή χρέους ή άλλης χρηματικής υποχρέωσης. Η δ.η. έχει μεγάλη σημασία για τις συναλλαγές, γιατί αν έχει συμφωνηθεί η εκπλήρωση της παροχής ορισμένης ημέρας, δεν είναι απαραίτητη η ειδοποίηση προς τον… … Dictionary of Greek
Νέα Ημέρα — Ελληνική εφημερίδα (1874 1926). Αρχικά λεγόταν Ημέρα και ήταν εβδομαδιαία με έδρα την Τεργέστη (Ιταλία). Ιδρυτής της ήταν ο I. Ισιδωρίδης Σκυλίτσης. Από το 1874 μετονομάστηκε σε Ν.Η. και έγινε ιδιοκτησία του τού Αλ. Βυζάντιου, που την έκανε μια… … Dictionary of Greek
Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄπου πολλοὶ πετεινοί ἐχεὶ ἡμέρα οὐ γένεται. — См. У семи нянек дитя без глаза … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας — Διεθνής γιορτασμός της μητέρας, ως φόρος τιμής προς τις μητέρες όλου του κόσμου για τις προσπάθειές τους να αναθρέψουν και να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Η Π. Η. της Μ. γιορτάζεται την 1η Κυριακή του Μαΐου κάθε χρόνο … Dictionary of Greek