-
1 ἡμι-πέλεκκον
ἡμι-πέλεκκον, τό (πέλεκυς), Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat, Il. 23, 851. 858. 883.
-
2 ἡμιπέλεκκον
ἡμι-πέλεκκον, τό, Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat
См. также в других словарях:
ημιπέλεκκον — ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α) μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφι πέλεκκον] … Dictionary of Greek