-
1 ημίθεος
-
2 ἡμίθεος
-
3 ἡμίθεος
1 demigod, hero, of the Argonauts.ἡμιθέοισιν Ἰάσονος αἰχματᾶο ναύταις P. 4.12
ἡμιθέοισιν πόθον ἔνῃαιεν Ἤρα P. 4.184
κεῖνος ἡμιθέων πλόος P. 4.211
-
4 ἡμίθεος
ἡμί-θεος, [dialect] Aeol. [pref] αἰμί- Alc.Supp.8.13, [dialect] Dor. [pref] ἁμί- Theoc.18.18 codd., [full] ἡμίσῐος Alcm. 23.7: ὁ:—A demigod,ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι Hes.Op. 160
, cf. h.Hom.31.19, 32.19, Pi.P.4.184, Pl.Ap. 28c, Isoc.9.70, etc.; once in Hom. (if genuine),ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν Il.12.23
.II Pythag. name for five, Theol.Ar.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίθεος
-
5 ἡμίθεος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἡμίθεος
-
6 αμίθεος
-
7 ἁμίθεος
-
8 ημιθέοις
-
9 ἡμιθέοις
-
10 ημιθέοισι
-
11 ἡμιθέοισι
-
12 ημιθέοισιν
-
13 ἡμιθέοισιν
-
14 ημιθέου
-
15 ἡμιθέου
-
16 ημιθέους
-
17 ἡμιθέους
-
18 ημιθέω
-
19 ἡμιθέῳ
-
20 ημιθέων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἡμίθεος — demigod masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίθεος — Μυθολογικός όρος.Αυτός που ο ένας από τους γεννήτορές του είναι θεός και o άλλος θνητός. Έτσι ονομάζονταν στην ελληνική μυθολογία καθώς και στις μυθολογικές παραδόσεις άλλων λαών οι ήρωες που πραγματοποίησαν άθλους ανώτερους από το κοινό μέτρο,… … Dictionary of Greek
ημίθεος — ο 1. αυτός που σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία είχε έναν από τους γονείς του θεό. 2. ο πολύ ένδοξος, πολύ σπουδαίος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμιθέοις — ἡμίθεος demigod masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέοισι — ἡμίθεος demigod masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέοισιν — ἡμίθεος demigod masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέου — ἡμίθεος demigod masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέους — ἡμίθεος demigod masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέων — ἡμίθεος demigod masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέῳ — ἡμίθεος demigod masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίθεοι — ἡμίθεος demigod masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)