-
1 ἡλο-κόπος
ἡλο-κόπος, ὁ, Nagelschläger, Nagelschmied.
-
2 ἡλοκόπος
ἡλο-κόπος, ὁ, Nagelschläger, Nagelschmied
См. также в других словарях:
θυροκόπος — θυροκόπος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
καλαμοκόπος — καλαμοκόπος, ὁ (Α) πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek