-
1 ἡλιόβατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιόβατος
-
2 ἡλιόβλητος
ἡλιό-βλητος, ον,A = ἡλιόβολος, πλάκες E.Ba.14; of a tree, sun-scorched, Ael. NA8.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιόβλητος
-
3 ἡλιοβολέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοβολέομαι
-
4 ἡλιόβολος
ἡλιό-βολος, ον,A exposed to the sun, sunny, of places, Thphr.CP4.12.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιόβολος
-
5 ἡλιοδρόμος
ἡλιο-δρόμος, ὁ,A sun's messenger, ἡ. Διός Ramsay Cities and Bishoprics 2p.566 ([place name] Acmonia); title of a grade of initiates in Mithras-worship, Cumont Mystères de Mithra 1.317.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοδρόμος
-
6 ἡλιοδύσιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοδύσιον
-
7 ἡλιοειδής
ἡλιο-ειδής, ές,A like the sun, bright and beaming, Pl.R. 509a, Gal. 5.635, Plot.1.6.9;ἀήρ Arist.Fr.42
; [ σῶμα] Porph.Sent.29: [comp] Sup.- ειδέστατος Pl.R. 508b
, Gal.UP3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοειδής
-
8 ἡλιοθαλπής
ἡλιο-θαλπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοθαλπής
-
9 ἡλιοθερέω
A to sun oneself, Gal.6.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοθερέω
-
10 ἡλιοθερής
A warmed in the sun, EM58.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοθερής
-
11 ἡλιοκαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκαής
-
12 ἡλιοκαΐα
ἡλιο-κᾰΐα, ἡ,A sun-burning, exposure to the sun, D.L.7.1 (pl.), Paul.Aeg.3.6(pl.), Phlp.in Ph. 60.13, in GC148.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκαΐα
-
13 ἡλιοκαλλίς
A = ἡλιανθές, Plin.HN24.165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκαλλίς
-
14 ἡλιοκάμινος
A a room exposed to the sun, for winter use, Plin.Ep.2.17.20, IGRom.4.1431.43 ([place name] Smyrna).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκάμινος
-
15 ἡλιοκάνθαρος
ἡλιο-κάνθᾰρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκάνθαρος
-
16 ἡλιόκαυστος
A = ἡλιοκαής, Theoc.10.27, Dsc.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιόκαυστος
-
17 ἡλιοκαυτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκαυτέω
-
18 ἡλιοκεντρίς
A fly, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκεντρίς
-
19 ἡλιοκόμας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκόμας
-
20 ἡλιόκτυπος
ἡλιό-κτῠπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιόκτυπος
См. также в других словарях:
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ήλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο He. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 2, δύο ισότοπα σταθερά (3He και 4He) και ένα ισότοπο ραδιενεργό (6He). Ονομάστηκε έτσι επειδή ανακαλύφθηκε στο ηλιακό … Dictionary of Greek
ήλιο(ν) — το χημ. στοιχείο τής ομάδας τών ευγενών αερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατιν. helium (< ηλιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ήλιο — το ένα από τα ευγενή αέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἥλι' — ἥλιο , ἅλλομαι sal aor ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἥλιε , ἥλιος sun masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek